Τέσσερις μέρες που κύλησαν σαν το γάργαρο νεράκι ήταν αρκετές για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας και να επιστρέψουμε πίσω στην Αθήνα έτοιμοι να ξαναπέσουμε με τα μούτρα στην δουλειά, παρόλο που κι αυτό ήταν κατά βάση ένα επαγγελματικό ταξίδι. Όμως το έχω γράψει κι άλλες φορές, η δουλειά μας έχει το τεράστιο πλεονέκτημα να μπλέκεται πάρα πολύ συχνά με την απόλαυση και έτσι, παρόλο που το να ακολουθείς συγκεκριμένο – και συχνά πολύ σφιχτό πρόγραμμα- ή το να τρως θες δεν θες τρεις φορές την ημέρα έστω και σε κάποια από τα καλύτερα εστιατόρια της χώρας δεν είναι πάντα τόσο εύκολο όσο ακούγεται, αυτές οι μικρές αποδράσεις για τα Best Restaurant Awards του FnL είναι στην πραγματικότητα τα highlights του καλοκαιριού μας. Αν είχε βοηθήσει λίγο και ο καιρός και μας είχε αφήσει να κάνουμε και όσες βουτιές υπολογίζαμε θα είχαμε αγγίξει την τελειότητα, αλλά ακόμα και έτσι, με βροχές και συννεφιά, εμείς περάσαμε τέλεια. Παρέα με το Volvo XC90 που μας συντροφεύει μόνιμα πια τόσο στα ταξίδια όσο και στην καθημερινότητα μας, ξεκινήσαμε από το Νέο Ψυχικό στις 10:30 το πρωί και σε τέσσερις ακριβώς ώρες ήμασταν στον Χορτιάτη. Ήταν βλέπετε μια μοναδική ευκαιρία να δούμε το καινούριο μαγαζί των αγαπημένων μας φίλων Νίκου Νυφούδη και Χριστίνας Κανατάκη, το Tzaki Ho για το οποίο είχα ακούσει τόσα και ανυπομονούσα να το δοκιμάσω. Και ήταν όλα τόσο όμορφα, καλόγουστα και προσεγμένα όσο περίμενα, μια που όταν το επιχειρηματικό ταλέντο του Νίκου – μαζί με την εμπειρία του τόσα χρόνια στο Λονδίνο- συνδυάζεται με το χιούμορ και την τσαχπινιά της Χριστίνας, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικό. Μέσα στον κατάφυτο κήπο του μαγαζιού, κάτω από τις πέργκολες, όλα είναι φροντισμένα to perfection. Οι μικρές λεπτομέρειες που κάνουν την διαφορά, από τις πρωτότυπες θήκες για τις σαμπανιέρες που έχουν φτιαχτεί από κούτες κρασιών μέχρι τα πόμολα στα συρτάρια των τραπεζιών, και από τις χαριτωμένες τοιχογραφίες μέχρι τον πίνακα με τα πιάτα ημέρας, όλα δείχνουν το μεράκι και κυρίως το κέφι με το οποίο στήθηκε αυτό το εστιατόριο που εστιάζει κυρίως στο κρέας. Που το προμηθεύονται από όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, και πάνω του στηρίζουν ένα μενού βασισμένο στις ψαγμένες πρώτες ύλες, τα τοπικά προϊόντα, και τις έξυπνες συνταγές. Μαζί και μια πολύ ενδιαφέρουσα λίστα κρασιών που δίνει την ευκαιρία στο επισκέπτη να απολαύσει πραγματικά την επίσκεψη και την εμπειρία. Θα αφήσω την κριτική στους ειδικότερους, αλλά trust me, είναι ένα μαγαζί στο οποίο πρέπει να πάτε οπωσδήποτε. Η πρώτη στάση του ταξιδιού μας ήταν η Θεσσαλονίκη οπότε μετά το lunch κατευθυνθήκαμε στην παραλία, και στο ανακαινισμένο Makedonia Palace. Το οποίο πραγματικά έχει γίνει αγνώριστο και υπέροχο. Η γωνιακή σουίτα που μας φιλοξένησε για ένα βράδυ είχε την ωραιότερη περιμετρική θέα ever, και σχεδόν σε έκανε να μην θέλεις να πας πουθενά αλλού. Μόνο να καθίσεις εκεί, στον άνετο καναπέ, το κρεβάτι ή την βεράντα, και να χαζεύεις το απέραντο γαλάζιο που απλώνεται γύρω σου. Εμείς βέβαια εννοείται πως βγήκαμε, πρώτον γιατί ήθελα να περάσουμε οπωσδήποτε για ένα ποτό από το Vogatsikou 3 του αγαπημένου Γιάννη Κέδε και στην συνέχεια γιατί ανυπομονούσαμε να δοκιμάσουμε την κουζίνα του Σωτήρη Ευαγγέλου ο οποίος μετά από μια σούπερ επιτυχημένη καριέρα στην Αθήνα και στα ξενοδοχεία Μεγάλη Βρετανία και King George αποφάσισε να γυρίσει πίσω εκεί από όπου ξεκίνησε δίνοντας μας μια χρυσή ευκαιρία και αφορμή να κάνουμε περισσότερα events πια στην Θεσσαλονίκη. Βλέπετε, για μας προσωπικά, πέρα από το γεγονός ότι ο κος Ευαγγέλου είναι ένας από τους καλύτερους Έλληνες chefs, είναι ο άνθρωπος με τον οποίο συνεργαστήκαμε στενά χρόνια τώρα στα Μεγάλα Κόκκινα Κρασιά αλλά και σε δεκάδες εκπληκτικά FnL events. Κυρίως γιατί έχει το μοναδικό ταλέντο να αποδίδει το ίδιο εξαιρετικό αποτέλεσμα είτε μαγειρεύει για ένα είτε για 500 άτομα, πράγμα που αποτελεί τεράστια ασφάλεια όταν διοργανώνεις μια εκδήλωση. Και όντως, τα πιάτα που δοκιμάσαμε στην βεράντα του «κανονικού» εστιατορίου του Makedonia Palace – μια που το gourmet εστιατόριο με την υπέροχη θέα θα ανοίξει τον Σεπτέμβριο- ήταν όλα καταπληκτικά. Όπως και το πρωινό την επόμενη μέρα το πρωί στην main αίθουσα, που μου θύμισε πολύ το ανάλογο εστιατόριο του ξενοδοχείου Andaz στο Τόκυο. Αποχαιρετήσαμε την Θεσσαλονίκη με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψουμε το συντομότερο, ανυπομονώ να μου δοθεί η ευκαιρία να ξαναμείνω στο Makedonia Palace που το θεωρώ πια το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης far, και πήραμε τον δρόμο για Χαλκιδική. Είχα ακούσει πολλά για το Danai Beach Resort από γνωστούς και φίλους, και είχα φάει πριν χρόνια και ένα βράδυ στο Squirrel όταν ο Πάνος ήταν ακόμα στην Δέσμη και στην επιτροπή των Χρυσών Σκούφων αλλά η αλήθεια ήταν πως το μενού μου είχε πέσει τότε πιο μοριακό και gourmet απ΄ότι άντεχα. Όμως οι περιγραφές για τα υπέροχα δωμάτια και το μοναδικό σέρβις μου είχαν εξάψει την περιέργεια και πραγματικά η εμπειρία ήταν καταπληκτική. Η σουίτα μας είχε δική της πισίνα και θέα θάλασσα και φυσικά όλα τα κομφόρ – μέχρι τσάντα θαλάσσης την οποία εννοείται πήρα μαζί μου- και οι δύο μέρες που περάσαμε εκεί ήταν του ονείρου. Την δεύτερη βέβαια έβρεχε, αλλά εγώ μια χαρά βολεύτηκα στην ξαπλώστρα κάτω από το σκεπαστό κομμάτι παρέα με το καινούριο βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι την ώρα που ο Πάνος συμμετείχε σε μια γευσιγνωσία κρασιών που απ’ ότι κατάλαβα, του άρεσε πολύ. Το πρώτο βράδυ φάγαμε στο Squirrel, στην μικρή βεράντα με θέα την θάλασσα και τα τραπέζια με το chic table setting για δεκαπέντε μόνο άτομα. Είναι η επιτομή του gourmet εστιατορίου, εξ ου και τα πολλά βραβεία του – among them και δύο αστέρια FnL- αλλά αυτό που μου άρεσε αυτή την φορά ήταν πως τα πιάτα δεν ήταν απαγορευτικά για ερασιτέχνες ή πρωτόβγαλτους της γαστρονομίας. Ίσα ίσα που σε έβαζαν στο παιχνίδι με μεγάλη εξυπνάδα, και τελικά βρέθηκα να δοκιμάζω τα πάντα και μάλιστα το πιάτο με τον αστακό και αυτό με το λαβράκι ήταν από τα νοστιμότερα που έχω φάει ever. Ο ταλαντούχος chef Βασίλης Μουρατίδης επιμελείται εκτός από το Squirrel και όλο το F&Β κομμάτι του ξενοδοχείου και έτσι είχαμε την ευκαιρία να τον «τεστάρουμε» και στα πιο απλά πράγματα, από το lunch στο απλό εστιατόριο με το grill μέχρι τον μπουφέ του πρωινού, και πραγματικά όλα ήταν εξαιρετικά νόστιμα και προσεγμένα. Στα ενδιάμεσα χαρήκαμε την βεράντα του μπαρ που απλώνεται πάνω από την παραλία με τους άνετους καναπέδες και τα ωραία ποτά, χουζουρέψαμε ατελείωτα στο emperor size κρεβάτι με τα πουπουλένια μαξιλάρια και στρώματα και χαλαρώσαμε εντελώς, μια που το setting του ξενοδοχείου είναι προσανατολισμένο ακριβώς στο να βοηθάει τον επισκέπτη να «κλείνει τους διακόπτες» και να αφήνεται στο dolce far niente που τόσο λείπει από την ζωή όλων μας. Η τελευταία μας διαμονή ήταν λίγο πιο κάτω, στο Ekies All Senses Resort που με το καλημέρα μας έβαλε σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό και εναλλακτικό mood. Η γνωστή εταιρία design Beetroot έχει καταφέρει να μετατρέψει ένα κλασσικό παλιό ξενοδοχείο σε ένα πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο σκηνικό, όπου δεκάδες έξυπνες και ευφάνταστες διακοσμητικές λεπτομέρειες συνδυάζονται μεταξύ τους υπέροχα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον πραγματικά Boehm. Καναπέδες με δεκάδες μαξιλάρες, αιώρες, άφθονο χρώμα, αέρινες κουρτίνες, φυτά, κεριά, και ένας φωτισμός που αλλάζει την αίσθηση του χώρου το βράδυ μεταμορφώνοντας τον στην κυριολεξία, και μαζί ένα σέρβις άψογο αλλά και φιλικό ταυτόχρονα σε κάνουν να θέλεις να είσαι όλη μέρα με ένα καφτάνι και τις σαγιονάρες σου και να πηγαινοέρχεσαι νωχελικά από το δωμάτιο σου στην παραλία με το επίσης bohemian setting, και από το μπαρ στην πισίνα και πίσω. Και φυσικά, σε αυτό ακριβώς το σκηνικό, το στημένο πάνω σε ένα αληθινό δεντρόσπιτο γαστρονομικό εστιατόριο είναι το κομμάτι που συμπληρώνει τέλεια το παζλ. Ο chef Δημήτρης Παμπόρης στο TheTree house μαγειρεύει ένα μενού προσανατολισμένο στην Ελλάδα, βασισμένο σε τοπικά υλικά και η ταλαντούχα σομελιέ συνδυάζει τα ανάλογα κρασιά για μια εμπειρία που αξίζει να την ζήσετε. Το παιδί μέσα σας θα κάνει τρελές χαρές – ποιος από εμάς δεν ονειρεύτηκε κάποια στιγμή ένα σπίτι πάνω σε ένα δέντρο?- και ο ενήλικας θα μαγευτεί όχι μόνο από την ποιότητα και την απόλαυση αλλά και από την προσοχή στην λεπτομέρεια μια που τα σερβίτσια της σειράς Hybrid της εταιρίας Seletti , είναι από μόνα τους style statement. Στην ίδια λογική και τα δωμάτια με τις αέρινες τούλινες κουρτίνες να λειτουργούν ως διαχωριστικά, τα δερμάτινα κρεμαστά ράφια και τις σιδερένιες μπάρες να παίζουν τον ρόλο της ντουλάπας, τα Coco-Mat στρώματα και μαξιλάρια, και τα πιο παράξενα φωτιστικά κρεβατιού να λούζουν με φως το βιβλίο μου λίγο πριν κοιμηθώ. Και στην βεράντα, δίπλα στον χτιστό καναπέ, ένα Jacuzzi για δύο. Σαν να έχεις πάει διακοπές στην Χώρα των Θαυμάτων ως άλλη Αλίκη, και αυτό το γράφω με την καλύτερη των εννοιών. Άφησα επίτηδες τελευταία την επίσκεψη μας στην Μπουκαδούρα, την εμβληματική ταβέρνα της κας Γιώτας Κουφαδάκη , μια που για μένα και τα γαστρονομικά μου γούστα ήταν η μαγικότερη στιγμή του ταξιδιού. Ένα σπίτι χτισμένο πάνω στον βράχο, από κάτω να σκάει το κύμα, ένα τραπέζι με θέα ουρανό, θάλασσα και ένα δέντρο με την πιο συγκινητική ιστορία, γύρω μου λεπτομέρειες που μαρτυράνε αγάπη και μεράκι- κρεμαστές γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια, λευκές κουρτίνες από τουλπάνι και ένας βασιλικός φυτεμένος μέσα σε μια κονσέρβα πάνω στο τραπέζι- φαγητό από αυτό που μιλάει στην ψυχή φέρνοντας με κάθε μπουκιά μαζί του αναμνήσεις από άλλες, πιο ανέμελες εποχές και η φιλοξενία μιας γυναίκας που μαγειρεύει με την καρδιά της και που μέσα στις κατσαρόλες της βάζει εκτός από το ταλέντο της και τα καλύτερα υλικά της περιοχής, την αγάπη για αυτό που κάνει και για τους ανθρώπους που περιποιείται. Αν μπορούσα, θα έφερνα στην Μπουκαδούρα όλους τους ξένους chefs που έρχονται κατά καιρούς στην Ελλάδα και όλους τους φίλους μου που ζουν χρόνια στο εξωτερικό και νοσταλγούν τις γεύσεις της πατρίδας τους. Για να δοκιμάσουν αυτό το κρέας στην κατσαρόλα με τα κολοκυθάκια που ήταν σαν γλύκισμα, τον μουσακά που ήταν νόστιμος σαν αμαρτία και ταυτόχρονα ελαφρύς σαν σύννεφο, την σαλάτα με τα νοστιμότερα ζαρζαβατικά από περιβόλι ή το τέλεια μελωμένο και αφράτο ραβανί του τέλους. Κυρίως όμως για να γνωρίσουν την κα Γιώτα και φεύγοντας να της σφίξουν το χέρι με ευγνωμοσύνη για όλη αυτή την γλύκα που στάλαξε στην ψυχή τους μπουκιά μπουκιά, και γουλιά γουλιά. Τόσες μέρες μετά, πίσω στην Αθήνα, έχω ακόμα στο μυαλό μου την γαλήνη που ένοιωσα το μεσημέρι εκείνο. Αυτό που λες "Θεέ μου ευχαριστώ, αυτή την στιγμή, τα έχω πραγματικά όλα".