«Είμαι στην αγαπημένη μου παραλία, στο νησάκι. Είναι η ώρα που ο ήλιος έχει πια πέσει και ο κόσμος έχει φύγει. Χουζουρεύω στην ξαπλώστρα μου χαζεύοντας την θάλασσα που παίρνει χρώμα από τον ήλιο που δύει και το μυαλό μου είναι βυθισμένο στο πουθενά. Είμαι μαυρισμένη, το δέρμα μου μυρίζει αντηλιακό και οι άκρες των μαλλιών μου έχουν ανοίξει τόσο που μοιάζουν ασημένιες. Είμαι καιρό εδώ, έτσι, χωρίς να κάνω και χωρίς να σκέφτομαι τίποτα συγκεκριμένο, περνώντας τις μέρες μου στην παραλία και στην απάνεμη βεράντα του Ζ. με θέα την Χώρα. Δεν θέλω τίποτα άλλο, μου φτάνει αυτό. Να περνάνε οι μέρες χαλαρά και οι σκέψεις μου να μένουν ακίνητες, αιχμαλωτισμένες από την ηρεμία και την ασφάλεια της αίσθησης πως όλα είναι οικεία και απλά. Και έτσι ξαφνικά, μέσα σε δευτερόλεπτα όλα αλλάζουν. Νοιώθω το δέρμα μου να ανατριχιάζει και τις λεπτές τριχούλες στην βάση του σβέρκου μου να ορθώνονται και ξέρω, χωρίς να κοιτάξω καν πίσω μου, πως είσαι εκεί. Και παρόλο που έχουμε να βρεθούμε τόσο πολύ, τόσο ατέλειωτο καιρό πια, μοιάζει το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου που είσαι εδώ. Σ΄αυτή την παραλία, αυτή την ώρα, μαζί μου. Σε κοιτάζω, δείχνεις κουρασμένος αλλά δεν πειράζει γιατί τα μάτια σου είναι φωτεινά. Και κάπου στο βάθος τους, ανάμεσα στο γκρίζο και το μπλε διακρίνω ένα γέλιο σκανταλιάρικο και απίστευτα οικείο. Κρατάς δυο ποτήρια κρασί και μου δίνεις το ένα, και μετά, πριν καθίσεις δίπλα μου, μου χαϊδεύεις απαλά τα μαλλιά. Και έπειτα, ο χρόνος σταματάει. Και εμείς καθόμαστε για ώρες σ΄αυτές τις ξαπλώστρες με θέα την θάλασσα που αλλάζει χρώματα και γίνεται ασημένια, και μπλε, και μαύρη, κρυμμένοι από τον κόσμο που διασκεδάζει στο εστιατόριο πίσω μας και με τα τραγούδια που αλλάζουν από την κονσόλα του DJ να στρώνουν μουσικό σεντόνι στο δικό μας, μαγικό σενάριο, πρωταγωνιστώντας στο δικό μας, μοναδικό video clip. Μιλάμε και επιτέλους τα λέμε όλα. Σαν να έχει έρθει εκείνη η στιγμή που ξέρουμε χωρίς καμιά αμφιβολία πως δεν χωράει άλλα παιχνίδια και άλλα ψέματα, μιλάμε και τα λόγια ξεπλένουν όσα είχαν μείνει εκκρεμή, και όλα τα δυσάρεστα που κάποτε μπήκαν ανάμεσα μας χάνονται ανάμεσα στο κύμα που πηγαινοέρχεται ρυθμικά μπροστά στα πόδια μας. Παραδεχόμαστε αλήθειες και ψέματα, νίκες και ήττες, παιχνίδια και παγίδες και τα ξορκίζουμε. Και στο τέλος μένει μόνο η ανακουφιστική η αίσθηση του να στέκεται ο ένας απέναντι στον άλλον παραδομένος, με τις μάσκες και τις ασπίδες κατεβασμένες, λουσμένος στην αθωότητα μιας καινούριας, αληθινής αρχής. Οι ώρες περνάνε, ο κόσμος φεύγει, τα φώτα πίσω μας κλείνουν και εμείς απλά κοιταζόμαστε. Σαν να προσπαθούμε να κερδίσουμε τον χρόνο που χάθηκε ή σαν να μετράμε αυτά που ξέρουμε - ελπίζουμε, φοβόμαστε- πως θα έρθουν. Θέλω να χωθώ μέσα στην αγκαλιά σου που μου έλειψε τόσο, να νοιώσω πάλι ασφαλής και να μυρίσω την μυρωδιά που ποτέ δεν ξέχασα, αυτή που αναδύεται από την λακουβίτσα στο πλάι του λαιμού σου, αλλά φοβάμαι μήπως χαλάσω την μαγεία.. Και μένω ακίνητη, σαν μαγεμένη... Σαν να διαβάζεις την σκέψη μου, σηκώνεσαι, βγάζεις τα ρούχα σου και μου δίνεις το χέρι σου. Σε ακολουθώ χωρίς δεύτερη σκέψη και σε δευτερόλεπτα είμαστε μέσα στο νερό, γυμνοί μέσα στην θάλασσα, κάτω από το φως του φεγγαριού, και όταν με παίρνεις αγκαλιά αισθάνομαι σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου. Σε θέλω πολύ, απίστευτα πολύ, και ξέρω πως με θέλεις και εσύ το ίδιο όμως αφήνομαι να απολαύσω την ανακουφιστική αίσθηση της ισορροπίας που επανέρχεται. Τώρα είναι η ώρα της αγάπης. Τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν κάποια στιγμή, ή και όχι, δεν έχει σημασία γιατί ποτέ δεν ήταν αυτό το αδύνατο μας σημείο. Στην χημεία πάντα ήμασταν αχτύπητοι, στο να αφεθούμε και να παραδεχτούμε τις αδυναμίες και τα λάθη μας είχαμε πρόβλημα. Κολυμπάμε ο ένας δίπλα στον άλλο για ώρα, με τον παφλασμό των σωμάτων μας να δίνει τον τόνο και με την ηρεμία της στιγμής να γεμίζει την ψυχή μας. Δεν μιλάμε, δεν αγγίζουμε ο ένας τον άλλο, δεν χρειάζεται. Είμαστε εδώ, μαζί, δυο άνθρωποι που πάλεψαν με τους δράκους και τα φαντάσματα τους και τελικά κέρδισε η αγάπη, και αυτό φτάνει. Κάποια στιγμή με τραβάς προς το μέρος σου και με φιλάς. Με ένα απαλό και ταυτόχρονα απαιτητικό φιλί που έχει γεύση από κρασί, αλάτι και μέντα. Κλείνω τα μάτια μου και όταν τα ξανανοίγω είναι πια πρωί. Και όπως ανασηκώνομαι στα σεντόνια και προσπαθώ να καταλάβω που είμαι, και πως από την παραλία μαζί σου βρέθηκα στο κρεβάτι μου μόνη μου, τα χείλια μου έχουν αυτή την ίδια γεύση.. Κρασί, αλάτι και μέντα… Μόνο που έξω από το παράθυρο δεν βλέπω την Χώρα αλλά την Αθήνα...»
Υ.Γ. Το κομμάτι αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 2011 και αποτελεί κομμάτι ενός βιβλίου που έχει μείνει ατελείωτο ακόμα...