Το Blond δεν ασχολείται με εστιατόρια, όχι μόνο γιατί το field του συγκεκριμένου expertise ανήκει με δόξα και τιμή στον αγαπημένο μου και εκδότη του FnL, αλλά και γιατί πιστεύω ακράδαντα πως η οικογενειοκρατία είναι άτιμο πράγμα, και δεν είναι σωστό – ούτε και κομψό άλλωστε- να ασχολούμαστε όλοι με τα ίδια θέματα. Τις ελάχιστες φορές που έχω γράψει για φαγητό έχω παραμείνει focused σε λιχουδιές που τις παίζω στα δάχτυλα, όπως τα burgers ας πούμε ή τα eggs Benedict, και προσπαθώ να θυμίζω πάντα σε όσους με διαβάζουν πως η άποψη μου είναι απολύτως προσωπική και biased. That been said, και μια που το Λονδίνο είναι κατά μία έννοια «δική μου» πόλη περισσότερο από κάθε άλλου μέλους της οικογένειας μας, νομίζω πως μπορώ να σας μιλήσω για ένα από τα πιο αγαπημένα μου εστιατόρια στον κόσμο, πάντα από την πλευρά του πελάτη όμως και δη του φανατικού. Πρωτοδιάβασα για το Berners Tavern, όπως και για τα περισσότερα εστιατόρια που αγαπώ στην Βρετανική πρωτεύουσα στην στήλη Globe Eater του FnL και χάζεψα, μόνο και μόνο από τις φωτογραφίες. Και δεν θα σας κρύψω πως την πρώτη φορά πήγα κάπως διστακτικά γιατί η άποψη που έχουμε για το απλό φαγητό ο Πάνος Σταθόπουλος και εγώ απέχει έτη φωτός, όμως ευτυχώς η περιέργεια μου να δω από κοντά αυτόν τον υπέροχο χώρο επικράτησε. Και the rest is history. Ο τίτλος The wow factor που χρησιμοποίησε ο Πάνος στο κείμενο του είναι απολύτως σαφής μεν, οι λέξεις όμως στέκονται τελικά φτωχές για να σου περιγράψουν αυτό που αντικρύζουν τα μάτια σου όταν πρωτομπαίνεις στην αίθουσα που πιστεύω πως είναι η ωραιότερη σε μια πόλη που το ωραίο είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Ψηλά ταβάνια γεμάτα περίτεχνες γύψινες διακοσμήσεις, αστραφτεροί πολυέλαιοι, πολυτελές ξύλο, δερμάτινοι καναπέδες, και τοίχοι ντυμένοι με πίνακες με χρυσές κορνίζες που παίζουν σχεδόν τον ρόλο ταπετσαρίας σε αφήνουν πραγματικά άναυδο. Και μαζί πορσελάνινα σερβίτσια, και κρύσταλλα, και σερβιτόροι ντυμένοι με μαύρα κοστούμια και λευκά πουκάμισα, και ένα μπαρ φορτωμένο με κάθε είδους ποτό που μπορεί να βάλει ο νου σου, και μια open κουζίνα με τους chefs και τους βοηθούς τους να ετοιμάζουν το φαγητό σαν μπαλέτο τέλεια χορογραφημένο. Ο Jason Atherton έχει αποδείξει πως έχει ταλέντο πέρα από την μαγειρική, μια που στήνει μοναδικά μαγαζιά, όμορφα και ενδιαφέροντα ταυτόχρονα. Όμως στο Berners Tavern έχει καταφέρει κάτι που προσωπικά δεν το έχω δει αλλού πουθενά. Να σε κάνει να νοιώθεις απολύτως άνετα μέσα σε αυτό το παραμυθένιο σκηνικό της απόλυτης πολυτέλειας, σερβίροντας τα πιάτα πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού χωρίς καν σου πλα και προσφέροντας σου ένα μενού στο οποίο επικρατεί το comfort food σε τιμή που πραγματικά, στο κάνει εύκολο να πας και να ξαναπάς, και να το κάνεις σχεδόν στέκι. Με κάποιο�� μαγικό τρόπο, η ενέργεια αυτής της μοναδικής σάλας είναι φιλική, ξένοιαστη και ντεκοντρακτέ. Θέλεις να ντυθείς όμορφα και να ανακατευτείς με το υπόλοιπο chic and happy crowd γύρω σου, αλλά ταυτόχρονα νοιώθεις σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Προσωπικά, πηγαίνω σχεδόν κάθε φορά που είμαι Λονδίνο. Δηλαδή πολύ συχνά. Και χαίρομαι γιατί είναι ένα μαγαζί που λατρεύουν και οι φίλοι μου, και γιατί είναι το ίδιο όμορφο για lunch με τις κολλητές μου όσο για dinner με τα αγόρια μου, και υποψιάζομαι και για breakfast αν και, αυτό δεν έχω καταφέρει ακόμα να το ζήσω. Παραγγέλνω πάντα εμμονικά τα ίδια πράγματα από την πρώτη φορά, prawns cocktail -που έρχονται μέσα στο γνωστό κλασσικό ποτήρι κούπα γαρνιρισμένες με τραγανές φετούλες chives και τέλεια σως- και mac and cheese με μοσχαρίσια μάγουλα – αλλά χωρίς τρούφα μια που είμαι αλλεργική- ένα πιάτο που ικανοποιεί στην εντέλεια τα πιο ταπεινά γαστρονομικά ένστικτα μου κάνοντας να βογκάω σαν ευτυχισμένο γουρουνάκι όταν το τρώω. Την τελευταία φορά βέβαια, δυο βδομάδες πριν, ανακάλυψα νέα προσθήκη στο μενού, ένα schnitzel από κοτόπουλο με κάπαρη, κόκκινες πιπεριές, αντζούγιες και ένα τηγανητό αυγό από πάνω – τι άλλο να ζητήσει κανείς από την ζωή του δηλαδή?- που το συνόδεψα με πατάτες dauphinoise και αλήθεια σας λέω, ήταν ένα αληθινό έπος. Για γλυκό διαλέγω πάντα το εκλέρ, που είναι από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει ότι γεύση κι αν έχω πετύχει. Αυτή την εποχή θα βρείτε ένα με καραμελωμένο μήλο, κρέμα καλβαντός, ζελέ μήλου και παγωτό salted caramel. I rest my case. Και η λίστα των κρασιών, αντίθετα από εκείνες των περισσότερων «καλών» εστιατορίων στο Λονδίνο που ψάχνεις να βρεις κρασί που να κοστίζει κάτω από 100 λίρες το μπουκάλι με το κιάλι, περιέχει επιλογές και για ερασιτέχνες πότες, όπως ας πούμε το ωραιότατο ροζέ Domaine Montrose 'Prestige', Southern France που κοστίζει 40 λίρες το μπουκάλι και από το οποίο στην τελευταία μας επίσκεψη ήπιαμε δυο μπουκάλια και πολύ τα ευχαριστηθήκαμε. Και πληρώσαμε 75 λίρες το άτομο τελικά που trust me, είναι απολύτως λογικά λεφτά για μια εμπειρία που μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί μοναδική. To make a long story short, το Berners Tavern είναι ένα εστιατόριο στο οποίο αν δεν έχετε πάει, θα πρέπει οπωσδήποτε να πάτε την επόμενη φορά που θα βρεθείτε στην αγαπημένη πόλη. Κυρίως για να ζήσετε την εμπειρία του να νοιώσετε γεννημένοι πρίγκηπες και πριγκίπισσες σε έναν χώρο βγαλμένο από τα όνειρα, που θα μπορούσε να είναι δήθεν και αποθαρρυντικός αλλά δεν είναι καθόλου, πράγμα που θα ήταν ευτύχημα να μεταφερόταν με κάποιον τρόπο και στα καθ’ ημάς, που μερικοί μερικοί νομίζουν πως κατάγονται κατ΄ευθείαν από τους Μομορανσύ , ψωνίζονται που ανοίγουν κάτι μαγαζάκια της πλάκας και συμπεριφέρονται λες και έχουν ανοίξει το Taj Mahal. Ας μην χαλάσω όμως με γκρίνιες την ροζ και όμορφη ενέργεια του κομματιού. Ραντεβού στο Λονδινάκι, soon...