Υπάρχουν κάποια σκεύη στην κουζίνα μου που με ακολουθούν στις μετακομίσεις χρόνια τώρα, από την εποχή που ακόμα έμενα μόνη μου. Ένα από αυτά είναι μια ψηστιέρα της γιαγιάς μου, μια σιδερένια κατασκευή που μετράει τουλάχιστον μια 30ετία, και που η όχι και τόσο εντυπωσιακή της εμφάνιση κρύβει εκπλήξεις για όσους δοκιμάσουν το αποτέλεσμα της στο πιάτο τους. Μοιάζει με σιδερένιο κουτί και το concept της είναι σχεδόν απλοϊκό. Μια αντίσταση που μπαίνει στην πρίζα, δυο σχάρες που μετακινούνται, ένα ταψάκι για να πέφτουν τα λίπη, και έξω από την πόρτα. Και πιστέψτε με, αυτό το λίγο Καραγκιόζ μπερντέ εργαλείο κάνει στο ψήσιμο θαύματα. Μην με ρωτήσετε που μπορείτε να την βρείτε, παλιά την πουλούσαν αυτά τα συνοικιακά μαγαζιά που είχαν είδη σπιτιού από σκάλες και ντενεκέδες μέχρι σερβίτσια. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχουν καν πια αυτά τα μαγαζιά, αλλά αν πέσετε πάνω σε κανένα αναζητήστε την και θα με θυμηθείτε. Θυμάμαι την γιαγιά μου - την μαμά της μαμάς μου- που ήταν τρομερή μαγείρισσα, να ετοιμάζει θαύματα χρησιμοποιώντας σχεδόν εμμονικά αυτή την ψηστιέρα και ένα φουρνάκι Casa, ένα στρογγυλό σιδερένιο πράγμα σαν μεγάλο ταψί με σκέπασμα που έμπαινε στην πρίζα και που στο καπάκι είχε ένα γυάλινο παραθυράκι από το οποίο μπορούσες να δεις το φαγητό να ψήνεται. Παρόλο που είχε μια κουζίνα φουλ εξοπλισμένη για την εποχή με ότι πιο καινούριο κυκλοφορούσε στην αγορά. Με αυτά τα δύο «εργαλεία» η γιαγιά δημιουργούσε έπη. Πίτες που έκαναν το σπίτι να μοσχοβολάει, έναν μουσακά που όμοιο του δεν έχω ξαναφάει μέχρι σήμερα, κέικ βανίλιας που ήταν το αγαπημένο μου και άλλα πολλά που κάνουν ακόμα την καρδιά μου να φουσκώνει από εκείνο το συναίσθημα της παιδικής ευτυχίας που φέρνουν στην μνήμη ξαφνικά κάποιες γεύσεις, εικόνες ή μυρωδιές. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα πως η γιαγιά μου ήταν ένας σπάνιος συνδυασμός νοικοκυράς και σούπερ γκλάμορους γυναίκας μια που κατάφερνε να ισορροπεί τέλεια ανάμεσα στο ταλέντο της για την μαγειρική και στο υπέροχο γούστο της. Είχε απίστευτα κοσμήματα, ρούχα και τσάντες, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποιώ μέχρι σήμερα. Ως παντρεμένη με τον παππού μου που ήταν εισαγγελέας στον Άρειο Πάγο και πάρα πολλά χρόνια μεγαλύτερος της, ραβόταν στους καλύτερους οίκους μόδας της εποχής και ήταν από τις ωραιότερες γυναίκες που κυκλοφορούσαν εκεί έξω. Ως νεαρή χήρα δεν κλείστηκε στο σπίτι της να θρηνεί αλλά ξεκίνησε να ταξιδεύει και γύρισε σχεδόν όλον τον κόσμο.
Στα διαλείμματα από τα ταξίδια της εμφανιζόταν σαν σίφουνας φορτωμένη φωτογραφίες και εξωτικά δώρα, και όταν πηγαίναμε σπίτι της μας περίμεναν πάντα ένα τραπέζι περίτεχνα στρωμένο και δεκάδες λιχουδιές η μια πιο νόστιμη από την άλλη. Με άφηνε να ανοίγω τα συρτάρια της τουαλέτας της με τον κρυστάλλινο καθρέφτη και να δοκιμάζω όλα της τα μπιζού, τα αρώματα, τα γάντια και τα καλλυντικά, και θυμάμαι ακόμα την μυρωδιά από το άρωμα της και το πιο αγαπημένο μου από όλα τα υπάρχοντα της. Ένα ζευγάρι κιάλια για την όπερα με φιλντισένια λαβή που στα παιδικά μου μάτια ήταν ότι πιο chic είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Τα δε βράδια που με άφηναν να κοιμηθώ σπίτι της, κάναμε πάρτι! Φορούσα τις γούνες και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της και πίναμε τσάι καθισμένες στους βελούδινους καναπέδες, και εκείνη μου διηγούταν τις ιστορίες από τα μαγικά ταξίδια της, και ξεφυλλίζαμε τα δεκάδες άλμπουμ με τις φωτογραφίες μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος. Η γιαγιά πάνω σε μια καμήλα, η γιαγιά κάτω από τις πυραμίδες, η γιαγιά με καπέλο εξερευνητή δίπλα σε ένα ποτάμι με κροκόδειλους, η γιαγιά μπροστά στο Άγαλμα της Ελευθερίας, η γιαγιά έξω από το κατάστημα της Chanel στο Παρίσι φορτωμένη με μαυρόασπρες σακούλες, και πάει λέγοντας.
Είχε μια ταραχώδη σχέση – για να το θέσω κομψά- με τον πατέρα μου τον οποίο σιχαινόταν πραγματικά και φρόντιζε να του σπάει συχνά πυκνά τα νεύρα ισχυριζόμενη πως ήταν μικρότερη του, και όταν πέθανε ένοιωσα για πρώτη φορά στην ζωή μου ανήμπορη. Μάλλον πίστευα πως γυναίκες σαν την γιαγιά μου είναι φτιαγμένες να ζουν για πάντα, έτσι bigger than life που ήταν παρόλο το εντελώς μινιόν της παρουσιαστικό. Κρατάω ευλαβικά κρυμμένα στο συρτάρι μου το κολιέ της με τις πέρλες και το τετράδιο με τις συνταγές της, και κάθε φορά που βγάζω μια από τις υπέροχες τσάντες της από τα κουτιά τους σχεδόν την βλέπω να μου χαμογελάει επιδοκιμαστικά από εκεί ψηλά. Είμαι σίγουρη πως με βλέπει και πως είναι περήφανη για μένα. Γιατί της μοιάζω σε πολλά. Και γιατί ότι πήρα από εκείνην το πήρα συνειδητά, μια που ήταν η καλύτερη και πιο ταιριαστή γιαγιά που θα μπορούσα να ονειρευτώ.
P.S.1 Στην φωτογραφία η γιαγιά μου στα περίπου 70 της. Πέθανε 77 χρονών και μέχρι την τελευταία στιγμή επέμενε πως ήταν τουλάχιστον μια δεκαετία νεότερη και πως ο παππούς που είχε τα μέσα είχε φροντίσει να αλλάξει την ημερομηνία γέννησης στην ταυτότητα της. Θεότης λέμε, κανονικά. Και ευλογία γιατί μέσω της μαμάς μου έχω κληρονομήσει αυτά τα καταπληκτικά genes που μας κάνουν να δείχνουμε αρκετά μικρότερες από ότι είμαστε χωρίς την βοήθεια της επιστήμης…
P.S.2 Τα rib eye των φωτογραφιών είναι ελληνικά τυλιγμένα με λαρδί και αρωματικά βότανα, και τα παίρνω από το κατάστημα Caricero στο Νέο Ψυχικό.