Κοιτάζω πίσω, χρόνια πριν, και μου φαίνεται σαν ψέματα η ζωή που έκανα. Κάθε πρωί στις 10:30 ραντεβού με την Μαρία στο Deals για καφέ – το λέγαμε «το γραφείο μας», με εξαίρεση τις Πέμπτες που είχαμε μόνιμα ραντεβού στην Τέτα για μανικιούρ οπότε πηγαίναμε για καφέ μετά, έπειτα ψώνια στην Enny di Monaco και τα γύρω μαγαζιά άντε και κανέναν Βασιλόπουλο, επιστροφή στο σπίτι για λίγο γράψιμο για τα περιοδικά με τα οποία συνεργαζόμουν και μετά ναπ για να είμαι φρέσκια το βράδυ που σχεδόν πάντα είχαμε κάπου να πάμε. Αυτά μέχρι το τέλος Απριλίου γιατί από αρχές Μαίου μετακόμιζα στο νησάκι όπου προσάρμοζα το πρόγραμμα μου αναλόγως – πρωί Ψαρού στην Α7, το απόγευμα σπίτι για γράψιμο, ναπ και μετά κάθε βράδυ έξω μέχρι το ξημέρωμα- μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη που τα μάζευα και γύριζα πια πίσω στην Αθήνα. Και άντε πάλι απ΄την αρχή. Και ήταν πολύ δημιουργικά χρόνια, σας διαβεβαιώ, στην διάρκεια τους έβγαλα τρία από τα καλύτερα περιοδικά της ζωής μου υπό την μπαγκέτα και την αυστηρή καθοδήγηση του εμπνευστή τους, διευθυντή μου και αγαπημένου μου Πέτρου Μπουροβίλη, τα πρώτα Mykonos Confidential που κρατάνε μέχρι σήμερα ξεχωριστή θέση τόσο στην καρδιά όσο και το βιογραφικό μου. Όμως με κάποιον μαγικό τρόπο, την καλύτερη δεκαετία της ζωής μου, από τα 35 μέχρι τα 45 μου, την είχα οργανώσει έτσι που έκανα σχεδόν μόνο ότι γούσταρα. Μετά ήρθε η κρίση και μας πήρε παραμάζωμα, το σπίτι στο νησάκι έκλεισε, οι δουλειές μας επίσης, και βρεθήκαμε να ξεκινάμε απ΄την αρχή ένα ταξίδι προς το άγνωστο με πυξίδα μόνο την καρδιά μας. Δέκα χρόνια μετά έχουμε βρει τον δρόμο μας ευτυχώς και μαζί μια ομάδα ταλαντούχων και χαρισματικών ανθρώπων με τους οποίους μοιραζόμαστε το όνειρο και την ρότα μας, και το παρόν κείμενο μας βρίσκει ευτυχισμένους και ικανοποιημένους όσο ποτέ, κυρίως γιατί έχουμε αποδείξει στους εαυτούς μας πρώτα και στους γύρω μας στην συνέχεια πως στα δύσκολα όχι μόνο αντέξαμε και τα φέραμε βόλτα αλλά καταφέραμε να δημιουργήσουμε από το μηδέν μια καινούρια δουλειά που under the very difficult circumstances we are, κυριολεκτικά σκίζει. Ή μάλλον δύο δουλειές μια που η yours truly δημιούργησε το Blond (con)fusion και παρόλο που το αποτέλεσμα την χαροποιεί όσο δεν φαντάζεστε, βρέθηκε ξαφνικά στα πρώτα «ήντα» της να τρέχει πανικόβλητη και να περνά τις μέρες και τις νύχτες της σε καθεστώς παράνοιας. Γιατί τα μανικιούρ και τα πενικιούρ εξακολουθούν να υπάρχουν – να είναι απαραίτητα για την ακρίβεια- αλλά μαζί συνυπάρχουν χίλια δυο άλλα πράγματα όχι πάντα αρμονικά, και έρχονται κάτι μέρες που τις λιγοστές στιγμές χαλάρωσης – συνήθως μέσα σε ένα αυτοκίνητο πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο, και αφού έχουν σταματήσει για λίγο να χτυπάνε τα τηλέφωνα και τα μηνύματα ακατάπαυστα- πιάνω τον εαυτό μου να αναπολεί εκείνη την ανέμελη δεκαετία που πέρασε και να αναρωτιέται πως και αν είναι δυνατόν να την επαναφέρει με κάποιον μαγικό τρόπο στην ζωή της.. Προς το παρόν, λέω να μοιραστώ μαζί σας μια «κανονική» μέρα της Ευούλας και του Blond για να καταλάβετε τον προβληματισμό μου… Τετάρτη 24 Μαίου. Χτυπάει το ξυπνητήρι στις 8 :30 το πρωί και πετάγομαι από το κρεβάτι μου σαν ελατήριο. Μπαίνω τρέχοντας στο μπάνιο για να προλάβω τον Πάνο πριν ξυπνήσει, και among others λούζω μαλλί γιατί στις 10:30 θα έρθει η Αγγελική να με χτενίσει. Στην συνέχεια φτιάχνω τον πρώτο καφέ και αράζω στην βεράντα διαβάζοντας τα μέηλ μου και χαζεύοντας τα social media. Από τότε που ο Ιάσονας ξεκίνησε να δουλεύει και πάει γραφείο στις 10, αυτές οι ώρες είναι οι πιο ωραίες της μέρας μια που μαζευόμαστε όλοι για πρωινό και τα λέμε χαλαρά. Αξία ανεκτίμητη. Στις 9:30 τα αγόρια φεύγουν για τις δουλειές τους και εγώ μένω home alone για να βάλω το δικό μου πρόγραμμα σε μια σειρά. Το οποίο πρόγραμμα μου εδώ και μερικούς μήνες που ο Droopy έχει αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα περιλαμβάνει και καθημερινό σφουγγάρισμα όχι μια αλλά πολλές φορές την μέρα μια που λερώνει παντού και όποτε του έρθει, οπότε και εγώ έχω ακροβολίσει στους δυο ορόφους του σπιτιού κουβάδες με νερό και χλωρίνη, Swiffer και σφουγγαρίστρες και είμαι επί ποδός πολέμου 24/7. Τελειώνω λοιπόν με τα οικοκυρικά μου, ρίχνω και μια ματιά στην λίστα που κρέμεται στην πόρτα του ψυγείου και όπου όλοι συμπληρώνουμε τα ψώνια που θέλουμε για να δω τι χρειάζεται να κάνω, και πάνω στην ώρα φτάνει και η Αγγελική. Μισή ώρα μετά είμαι χτενισμένη to perfection και έτοιμη να κάνω την πρώτη μου δημόσια εμφάνιση, στον Βασιλόπουλο, μια που η λίστα έχει συμπληρωθεί και οι ελλείψεις μας είναι πολλές. Ντύνομαι, παίρνω τσάντα και φεύγω. Η ώρα είναι πια 11:30 και το πρώτο ραντεβού της μέρας είναι για δουλειά στο Golden Hall. Τελειώνω στη 1, παίρνω το αυτοκίνητο, πάρω σούπερ μάρκετ, καθαριστήριο να πάρω κάτι ρούχα, φούρνο, και γύρω στις 3 είμαι πίσω στο σπίτι. Ταχτοποιώ τα ψώνια, ανεβαίνω στο γραφείο μου, τσεκάρω τα μέηλ μου, απαντάω όπου πρέπει και χώνομαι ξανά στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους και ένα ελαφρύ βάψιμο γιατί στις 5:30 πρέπει να είμαι στο κέντρο, στην Προεδρική σουίτα του ξενοδοχείου King George για ένα δημοσιογραφικό κάλεσμα της Valmont. Ντύνομαι βιαστικά, κατεβάζω μια τον Droopy στον κήπο – στα ενδιάμεσα που είμαι σπίτι έχω ήδη σφουγγαρίσει τουλάχιστον τρεις φορές- καλώ Taxibeat, κλειδώνω και φεύγω. Στην διαδρομή τσεκάρω τα social media μου και κάνω και μερικά τηλέφωνα. Στην Προεδρική σουίτα – μια από τις ωραιότερες στην Ελλάδα- όλα είναι στημένα στην εντέλεια. Υπέροχα λουλούδια, ένα champagne bar, τα stand με τα προϊόντα της σειράς Perfection που στοχεύει αποκλειστικά στην αντιγήρανση και στην αντηλιακή προστασία. Δοκιμάζω τις κρέμες και λατρεύω με την πρώτη ματιά την Restoring Perfection με SPF 50 που δεν έχει καθόλου χρώμα – το δέρμα μου είναι πολύ λευκό και διάφανο και είναι πολύ δύσκολο να βρω τον τόνο του make up που μου ταιριάζει- έχει όμως pigments που αντανακλούν το φως και χαρίζουν στην επιδερμίδα του προσώπου και στο ντεκολτέ μου την πιο τέλεια λάμψη!!! Είναι από τα προϊόντα που θα αγοράσω οπωσδήποτε για το καλοκαίρι. Γύρω μου η αφρόκρεμα της δημοσιογραφίας ομορφιάς, beauty editors και beauty bloggers από τα καλύτερα μέσα, όμως εγώ αποφασίζω να αδράξω την μοναδική αυτή ευκαιρία για να πατήσω λίγο το pause και να απολαύσω μερικές πολύτιμες στιγμές χαλάρωσης σε αυτό το μαγευτικό περιβάλλον. Παίρνω ένα ποτήρι παγωμένη σαμπάνια, βουλιάζω σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, ανάβω τσιγάρο και χάνομαι στην θέα της Ακρόπολης και του γαλάζιου ουρανού. Πάνω στην ώρα έρχεται και ο Λευτέρης ο αγαπημένος μου co-editor και σωτήρας μου μια που, από την ημέρα που αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση μου και να συνεργαστούμε έχει πάρει από πάνω μου ένα σωρό υποχρεώσεις και μου έχει χαρίσει την άνεση να παίρνω που και που λίγο έξτρα χρόνο για τον εαυτό μου. Η πρόσκληση έλεγε να φορέσουμε το αγαπημένο μας beach wear και είναι κανονικό φιγουρίνι. Με καταπληκτικό καπέλο και γυαλί, κλέβει όλα τα φλας με το που εμφανίζεται. Καθόμαστε λίγο ακόμα, βγάζουμε και τα απαραίτητα selfies και πάμε δίπλα, στο Winter Garden της Μεγάλης Βρετανίας για να κάνουμε ένα meeting/brainstorming για ένα επαγγελματικό ραντεβού που έχουμε το επόμενο μεσημέρι. Η ώρα έχει πάει πια 7 και η κουβέντα κυλάει γρήγορα όπως και ο χρόνος. Το αντιλαμβάνομαι όταν χτυπάει το κινητό μου και είναι ο Πάνος που με ενημερώνει πως σε δέκα λεπτά θα είναι απ’ έξω να μας πάρει γιατί έχουμε να πάμε για dinner όλοι μαζί στο ολοκαίνουριο Che Cocina y Barra Sudamericana του φίλου μας του Τζίμη που άνοιξε στον Πειραιά . Είχαμε ραντεβού στις 8:30. Πληρώνουμε, βγαίνουμε έξω και βρίσκουμε τον Κρίς που έχει φτάσει μόλις και μας περιμένει. Πάνω στην ώρα φτάνει και το #fnlcar, το Volvo XC90 μας και αναχωρούμε για τα νότια προάστια. Το Che είναι μια μαγική αναπάντεχη αυλό στο κέντρο του Πειραιά, με πολύ και ενδιαφέροντα κόσμο, εξαιρετική μουσική, ωραία cocktails και νόστιμη κουζίνα λατινοαμερικάνικη δια χειρός του συνονόματου και πατριώτη μου εκ Λευκάδος Δημήτρη Φέτση. Μέχρι να δούμε τους καταλόγους έχει έρθει και η Βίβιαν και η υπόλοιπη βραδιά κυλάει χαλαρά, με γέλια και τσουγκρίσματα, και κουβέντες επί παντός επιστητού. Στην επιστροφή το ρολόι στο καντράν του αυτοκινήτου δείχνει 1:00 και εγώ κοιμάμαι στην κυριολεξία όρθια και σκέφτομαι έντρομη πως την επόμενη μέρα έχω πάλι ξύπνημα στις 8:30 γιατί τα ραντεβού τρέχουν από νωρίς. Φτάνουμε σπίτι, ρίχνω το απαραίτητο σφουγγάρισμα, και μετά ανεβαίνω επάνω και δεν έχω κουράγιο όχι να ξεβαφτώ κανονικά και να βάλω κρέμες αλλά σχεδόν ούτε να βγάλω τους φακούς μου. Περνάω το πρόσωπο μου με ένα υγρό μαντηλάκι, βγάζω φακούς, πλένω δόντια και πέφτω στο κρεβάτι με πλονζόν. Εχω κοιμηθεί πριν καν το κεφάλι μου αγγίξει το μαξιλάρι.