Λονδίνο, κέντρο της πόλης, 9 η ώρα το βράδυ, δέκα μέρες πριν. Έχει σταματήσει επιτέλους να βρέχει και η κίνηση στους δρόμους έχει επανέλθει στα κανονικά επίπεδα. Το ταξί με αφήνει έξω από το 45 Park Lane και μηχανικά, πριν περάσω την πόρτα της εισόδου, τσεκάρω την εμφάνιση μου στην τζαμαρία. Φοράω μαύρα και κρατάω μια τσάντα Chanel που είναι ότι καλύτερο – αλλά και μάταιο ταυτόχρονα- μπορώ να κάνω για να αισθανθώ κάπως fit in σ΄αυτό το περιβάλλον που πίσω από την casual ατμόσφαιρα της πρώτης ανάγνωσης κρύβει απίστευτη πολυτέλεια και πλούτο.
Από τους δεκάδες πίνακες του Damien Hirst που κρέμονται στους τοίχους μέχρι τα ρούχα, τα κοσμήματα και τα αξεσουάρ των τακτικών πελατών του. Ανεβαίνω στο μπαρ και συνειδητοποιώ πως έχω έρθει δέκα λεπτά νωρίτερα από την ώρα του ραντεβού μου. Κάθομαι σε ένα από τα τραπεζάκια δίπλα στην μπάρα, παραγγέλνω μια βότκα – δυστυχώς η αγαπημένη μου Snow Queen είναι σε έλλειψη με ενημερώνει σχεδόν devastated η ευγενέστατη σερβιτόρα- και περιμένω χαζεύοντας γύρω μου. Δυο λεπτά αργότερα, ένας εντελώς άγνωστος κύριος Αραβικής καταγωγής με πλησιάζει και με ρωτάει αν είμαι μόνη μου. Με πιάνει εξ΄ απροόπτου- το ξέρω ότι έχω ένα κάποιο σουξέ στους εκ Middle East προερχόμενους άντρες, τους αρέσουν οι αφράτες ξανθιές και εγώ είμαι μέσα στις συγκεκριμένες προδιαγραφές- αλλά όσο να’ ναι, το να έρθει κάποιος να μου μιλήσει έτσι στην ψύχρα δεν το περίμενα. Του απαντάω ευγενικά πως περιμένω κάποιον, και φεύγει. Τρία λεπτά μετά, εμφανίζεται δεύτερος μελαμψός κυριούλης, με την ίδια ερώτηση. Αναρωτιέμαι αν το σύμπαν μου στέλνει χιουμοριστικά μηνύματα ή αν κάπου εκεί γύρω κρύβεται η Candid Camera αλλά ευτυχώς πάνω στην ώρα έρχεται η Doris και με διασώζει, μάλλον δυο ξανθές πέφτουν too much στα γούστα τους, γιατί θα μου έκανε τεράστια εντύπωση αν έπεφταν too much στο budget τους.
Παραγγέλνουμε τα ποτά μας και μαζί finger food για να τσιμπολογήσουμε, μια που ο κατάλογος εδώ περιλαμβάνει μερικές epic λιχουδιές. Χωνάκια με πικάντικο τόνο, spring rolls με γαρίδες to die for, mini burgers και τηγανητές πατάτες που στις φέρνουν μαζί με sauce Béarnaise για να γουρουνιάσεις με την άνεση σου, και ταυτόχρονα να έχεις άλλοθι και να παραγγείλεις όσα ποτά μπορείς να αντέξεις. Η βραδιά κυλάει χαλαρά και έξω από το παράθυρο χαζεύω την κίνηση στην Park Lane. Βιαστικοί πεζοί και ακριβά αυτοκίνητα, πολύχρωμα ταξί, διώροφα λεωφορεία και απέναντι το πάρκο, ένα σκηνικό βγαλμένο από ταινία που αγαπώ τόσο πολύ. Φεύγοντας, αποχαιρετώ την φίλη μου που θα την δω πια όταν έρθει στην Αθήνα στα τέλη Ιουνίου και αποφασίζω να περπατήσω. Η βραδιά είναι γλυκιά και έχω όρεξη για βόλτα. Ανάβω τσιγάρο, ακουμπάω στον τοίχο του ξενοδοχείου πίσω μου και πριν τραβήξω δυο τζούρες εμφανίζεται ο πρώτος κυριούλης και με ρωτάει χαμογελαστός. “Are you alone now?” Με πιάνει τρελό γέλιο, και με κοιτάζει άναυδος. Και λίγο προσβεβλημένος. Του γνέφω αρνητικά, δεν μπορώ καν να μιλήσω από το νευρικό χαχανητό , για κάποιον περίεργο λόγο μου φαίνεται ειλικρινά hilarious η τρίτη πρόταση μέσα σε ένα βράδυ- λες αυτό τελικά να είναι το plan B, αν πάνε εντελώς κατά διαβόλου τα πράγματα να έρθω στο Λονδίνο να γίνω μεσήλιξ βίζιτα για κοντούς, άσχημους, μελαμψούς πελάτες ? – σταματάω ένα ταξί και φεύγω. Στην διαδρομή σκέφτομαι πόσο αγαπώ αυτή την πόλη και ταυτόχρονα πως έχει την δύναμη – και την τάση- να με τραβάει κοντά της με δύναμη και μετά να με ξενερώνει. Και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα όντως, υπό ιδανικές συνθήκες, να ζήσω εδώ μόνιμα ξανά. Αθήνα, κέντρο της πόλης, 10 η ώρα το βράδυ, εχτές. Στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων τα τραπεζάκια έξω φιλοξενούν γελαστές παρέες και αγκαλιασμένα ζευγαράκια. Το Odori Vermuteria έχει ανοίξει τις πόρτες του λιγότερο από μια εβδομάδα πριν κι όμως apparently έχει γίνει ήδη στέκι. Χαζεύω μαγεμένη τον ντυμένο με υπέροχα πλακάκια τοίχο πίσω από την μπάρα, και με το που καθόμαστε και ανοίγω τον κατάλογο, ένα χάρτινο λουλούδι ανοίγει τα πέταλα του κάνοντας με να χαμογελάσω σαν μικρό παιδί. Όλα γύρω μου, από την λίστα με τα cocktails από τα οποία δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω μέχρι το happy crowd που διαφέρει τόσο από αυτό των ΒΠ, με γεμίζουν αισιοδοξία και αυτή την ανακουφιστική αίσθηση πως η ζωή συνεχίζεται σ΄αυτή την πόλη που ότι κι αν γίνει, παραμένει βασίλισσα της καρδιάς μου.
Παραγγέλνουμε τα ποτά μας, ανάβω τσιγάρο και αράζω πίσω στην καρέκλα μου, απολαμβάνοντας το σκηνικό και την δροσιά της νύχτας. Κόσμος σταματάει για να χαιρετήσει τον Πάνο – κάτι με το World Class κάτι με τα Best Bar Awards έχει γνωρίσει πια όλη την bartending Αθηναϊκή σκηνή και όχι μόνο- και σιγά σιγά αρχίζουμε και μαζευόμαστε. Ο Ιάσονας φτάνει πρώτος, άλλες χαιρετούρες από εκεί, τα αγόρια μου είναι και τα δύο popular and famous τελικά, και λίγο αργότερα έρχονται και η Χριστίνα με τον Νίκο. Έχουν κατέβει από Θεσσαλονίκη για ένα γάμο και αδράξαμε την ευκαιρία να βρεθούμε, είναι από τους αγαπημένους φίλους που λόγω απόστασης δεν βλέπουμε όσο συχνά θα θέλαμε. Το τραπέζι γεμίζει ποτήρια, γέλια και τσουγκρίσματα, και pizza ψημένη στον ξυλόφουρνο to perfection, και λαζάνια φούρνου και σαλάτες, έτσι για να μην πίνουμε όλη νύχτα ξεροσφύρι. Μου αρέσει πολύ εδώ, θα ξανάρθω. Η ώρα κυλάει σαν το γάργαρο νεράκι και η κουβέντα έρχεται αναπόφευκτα στο Λονδίνο- ο Νίκος έχει τα Life Goddess εκεί άρα πηγαινοέρχεται και εκείνος non stop- και στις διαφορές της μιας πόλης από την άλλη.
Η σύγκριση είναι αμείλικτη για την Αθήνα προφανώς, όμως στο τέλος συμφωνούμε όλοι πως για κάποιον λόγο που παραμένει ανεξήγητος, η πόλη αυτή έχει έναν τρόπο να σε μαγεύει. Και να σε κρατάει σκλάβο της για πάντα. Είναι που ακόμα και στα πιο δύσκολα της, έχει τον τρόπο να αντιστέκεται και να αντέχει. Είναι που οι παρέες βρίσκουν πάντα τον τρόπο να μαζεύονται, και τα τραπεζάκια έξω να γεμίζουν, και που όσο κι αν άλλαξε και αλλάζει η ζωή μας, προς το παρόν τουλάχιστον, εξακολουθούμε να βρίσκουμε αφορμές και τρόπους να περνάμε καλά. Και που το καλοκαίρι εδώ κρατάει εννιά μήνες τον χρόνο, και που ο ήλιος και το φως έχουν την δύναμη να ξορκίζουν τις σκιές. Αργότερα, επιστρέφοντας στο σπίτι, κοιτάζω τους άδειους δρόμους έξω απ΄το παράθυρο του ατυοκινήτου και σκέφτομαι πως παρόλα τα ερημωμένα μαγαζιά, και τα κατεβασμένα ρολά, και τα σκυθρωπά πρόσωπα, κάπου στο βάθος μοιάζει να σιγοκαίει μια σπίθα ελπίδας που δεν λέει να σβήσει Και που δεν σε αφήνει να παραιτηθείς. Η Ελλάδα αν ήταν πουλί θα ήταν Φοίνικας. Και εγώ αναρωτιέμαι αν υπό τις χειρότερες συνθήκες, θα αποφάσιζα όντως να φύγω για πάντα ξανά.