Γιώργος Παπαγεωργίου,ο άνθρωπος πίσω απο το πολυσυζητημένο Principote μιλάει για την δική του Μύκονο.

Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε περίπου 20 χρόνια πριν, στην Καζάρμα, το πρώτο μαγαζί του Ζαννή Φρατζέσκου στον Γιαλό. Είχε αφήσει πίσω του μια καριέρα στο Mega και την Polygram και είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το ταλέντο του στις δημόσιες σχέσεις και τον δρόμο της καρδιάς του, έναν δρόμο που τον έφερε στην Μύκονο από όπου δεν έφυγε ποτέ ξανά. Ως μετρ και διευθυντής του Nammos κατάφερε για μια γερή δεκαετία να κρατήσει καταπληκτικές ισορροπίες με ένα εξαιρετικά δύσκολο κοινό και το κυριότερο να δημιουργήσει σχέσεις και φιλίες αληθινές με τους περισσότερους από τους πελάτες που πέρασαν από την hot list του, Έλληνες και ξένους. Έχει αυτό το ταλέντο ο Γιώργος, να είναι ευγενέστατος και να κάνει ότι καλύτερο μπορεί για να σε εξυπηρετήσει, κρατώντας ταυτόχρονα αυτή την απαραίτητη απόσταση που χρειάζεται για να μην τον καβαλήσει κανείς. Ξέρει τα όρια, τα δικά του αλλά και των άλλων, και τα επιβάλει με μοναδική φινέτσα. Τον έχω παρακολουθήσει να βάζει κυριολεκτικά στην θέση τους εκατοντάδες πλούσιους, διάσημους και κακομαθημένους πελάτες με τον δικό του, genius τρόπο, καταλήγοντας να κάνει τελικά ακόμα και τους πιο παράξενους, να τον συμπαθήσουν πραγματικά. Πέρα από την δουλειά, ο Γιώργος είναι από εκείνους τους ανθρώπους που όταν σε τιμήσουν με την φιλία τους θα είναι «εκεί» για πάντα. Μέσα στα χρόνια που τον ξέρω τον είδα να προχωράει, να παίρνει ρίσκα, να εγκαταλείπει τις ευκολίες του, να στήνει δικές του δουλειές, να ερωτεύεται, να πέφτει και να ξανασηκώνεται, και να φτάνει τελικά όσο ψηλά και μακριά του αξίζει. Και να μην αλλάζει καθόλου. Να μην καβαλάει κανένα καλάμι, να μην ασχολείται  με τίποτα πέρα από την δουλειά και το όνειρο του και να μην προσπαθεί να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, μάλλον γιατί είναι από τους πιο χορτασμένους ανθρώπους που ξέρω, στα πάντα. Άλλωστε ήταν απο εκείνους που τραβούσαν μονίμως τα βλέμματα αλλά και τους ανθρώπους γύρω του, και έχει πάρει τόση αποδοχή στην ζωή του, που του περισσεύει και για την επόμενη. Έχουν κοπεί φλέβες μεταφορικά και κυριολεκτικά για τα γαλάζια του μάτια, trust me, I know..  Από πέρσι που άνοιξε το Principote μπήκε στο στόχαστρο όλων εκείνων που στάθηκαν απέναντι στην αλλαγή της παραλίας. Θέλω να πω δημοσίως πως και εγώ πέρσι σοκαρίστηκα κάπως. Όμως φέτος που επέστρεψα βρήκα το μαγαζί να έχει βρει τα πατήματα του και να έχει καταφέρει να ισορροπίσει άψογα ανάμεσα στο σήμερα και το χτες και τελικά, πέρασα υπέροχα. Θεώρησα λοιπόν πως από αυτή ακριβώς την αλλαγή έπρεπε να ξεκινήσει η κουβέντα μας μερικές μέρες νωρίτερα, όταν βρέθηκα στην Μύκονο για ένα τριήμερο στην διάρκεια του οποίου εννοείται πως δεν θα έχανα την ευκαιρία να τον δω. Την μεταφέρω εδώ σαν ενιαίο κείμενο, και ελπίζω να την χαρείτε όσο και εγώ.   "Ο Πάνορμος ήταν για χρόνια μια από τις «ελεύθερες παραλίες» του νησιού, χωρίς ομπρέλες και ξαπλώστρες και ξέρω πως η σημερινή του εξέλιξη ξενίζει αρκετούς από τους παλιούς επισκέπτες του νησιού. Όμως τον Πάνορμο δεν τον αλλάξαμε εμείς, είχε αλλάξει νωρίτερα και μάλιστα πάρα πολύ κακόγουστα. Με βάση λοιπόν το γεγονός πως όλα προχωράνε και αλλάζουν, εμείς προσπαθήσαμε και καταφέραμε πιστεύω, να συνδυάσουμε την πολυτέλεια, το design και την παροχή εξαιρετικών υπηρεσιών που είναι must πια στην Μύκονο του σήμερα με τον υψηλό τουρισμό,  με αυτή την bohemian αίσθηση του παρελθόντος, ενσωματώνοντας στο μαγαζί μας όλα αυτά τα στοιχεία που το κάνουν μοναδικό. Από τις πλεκτές ομπρέλες και τον χώρο που οριοθετείται από διαφορετικά στοιχεία δίνοντας έτσι μια αίσθηση άπλας και ελευθερίας μέχρι το φαγητό, τα ποτά, την μουσική και την ατμόσφαιρα, όλα θυμίζουν ένα πάρτι που δεν είναι στημένο αλλά αυθόρμητο. Είναι ένα tribute αν θέλεις, στο ανέμελο παρελθόν. Πιστεύω πως το μυστικό της Μυκόνου είναι πως μπόρεσε από την πρώτη στιγμή να δεχτεί και να ενσωματώσει ανθρώπους με μοναδικές διαφορετικότητες. Στην Μύκονο συνυπήρξαν για δεκαετίες εκατομμυριούχοι, καλλιτέχνες, διασημότητες, hippies, gays, straight, εργαζόμενοι και τουρίστες που όλοι μαζί δημιουργούσαν ένα μοναδικό σκηνικό που χωρούσε και αγκάλιαζε όλους εκείνους που αγαπούσαν πραγματικά το νησί. Επίσης, οι ίδιοι οι Μυκονιάτες αποδείχτηκαν εξαιρετικά προσαρμοστικοί, φιλόξενοι αλλά και έξυπνοι επιχειρηματίες και κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που τους δόθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Με την κρίση, αναπόφευκτα οι Έλληνες έπαψαν να έρχονται στο νησί όπως ερχόντουσαν παλιότερα. Και αυτό επηρέασε την ισορροπία μια που στην πλειοψηφία τους οι επισκέπτες είναι πια ξένοι. Άρα ήταν λογικό και επόμενο η αγορά να στραφεί προς την εξυπηρέτηση τους αλλάζοντας πολλά πράγματα που κάποτε θεωρούνταν δεδομένα. Ακούω πολλούς να διαμαρτύρονται για τους πολλούς Άραβες που επισκέπτονται το νησί τα τελευταία χρόνια. . Βέβαια να πούμε εδώ πως το Αραβικό στοιχείο ήταν πάντα έντονο στο νησί. Όμως τώρα η διαφορά φαίνεται εντονότερη ακριβώς επειδή τα μαγαζιά σπεύδουν να τους εξυπηρετήσουν προσαρμοζόμενα στα ήθη και τα γούστα τους, με τους ναργιλέδες και όλα τα σχετικά. Προσωπικά δεν το θεωρώ απαραίτητα αρνητικό αυτό. Γιατί να είναι αρνητική η προσέλευση υψηλού τουρισμού για το νησί, απ’ όπου κι αν προέρχεται? Παρόλα αυτά, πιστεύω πως όσο η κρίση θα απομακρύνεται οι ισορροπίες θα αποκατασταθούν, κυρίως ποσοστιαία. Αν με ρωτάς τι με ενοχλεί πραγματικά, είναι που από την Μύκονο λείπει πια η πολυσυλλεκτικότητα. Αυτό το ωραίο ανακάτεμα διαφορετικών ανθρώπων από όλον το κόσμο που κάθε χρόνο έδιναν ραντεβού εδώ. Όμως οι καιροί αλλάζουν και το ότι γινόμαστε πολίτες του κόσμου ίσως μας κάνει και πιο ίδιους μεταξύ μας γενικά, με ότι αυτό συνεπάγεται. Κατά τα άλλα, πάντα στην Μύκονο υπήρχαν οι «παλιοί» που νοσταλγούσαν τις εποχές που πέρασαν και που θεωρούσαν πως εκείνοι περνούσαν καλύτερα. Όμως η αλήθεια είναι πως τα πάντα στην ζωή είναι θέμα σύγκρισης. Όλοι νοσταλγούμε τα νιάτα μας και τις πιο ανέμελες εποχές. Όμως η ουσία παραμένει. ‘Όσοι έρχονται στην Μύκονο περνάνε καλά. Και τότε, και τώρα. Και φυσικά, ναι η Μύκονος είναι ένα ακριβό νησί. Υπάρχουν σε όλον τον κόσμο μέρη που απευθύνονται στον υψηλό τουρισμό, δεν είναι η Μύκονος μοναδικό παράδειγμα. Και ναι, οι τιμές όντως είναι εδώ υψηλότερες από άλλα μέρη της Ελλάδας, όμως είναι τόσο υψηλό το επίπεδο της παροχής των υπηρεσιών, και τόσο ευρύ, που είναι λογικό και επόμενο να είναι και οι τιμές ανάλογες.  Και στην τελική, ζούμε και εργαζόμαστε σε μια ανταγωνιστική αγορά, και όσο υπάρχει ζήτηση θα υπάρχει και η ανάλογη προσφορά. Και προς το παρόν, η ζήτηση ολοένα και αυξάνεται, ακριβώς επειδή η προσφορά μπορεί να την εξυπηρετήσει στον απόλυτο βαθμό, ανεβάζοντας τον πήχη κάθε χρόνο και ψηλά. Μια άλλη αλλαγή των τελευταίων χρόνων είναι πως ο κόσμος πια περνάει περισσότερο χρόνο στις παραλίες. Με τα all day beach μαγαζιά να αναπτύσσονται όλο και περισσότερο, ο κόσμος προτιμάει να μένει μέχρι αργά δίπλα στην θάλασσα και αυτό μπορεί όντως να επηρεάζει τα μαγαζιά της Χώρας κυρίως σε θέμα χρόνων όμως . Γιατί η Χώρα πάντα θα έχει την δική της ομορφιά και πάντα στο τέλος εκεί θα καταλήγουν όλοι. Απλά αργότερα. Άλλωστε ποιος έρχεται στην Μύκονο και πάει για ύπνο νωρίς? Τα ωράρια αλλάζουν νομίζω, όχι η ουσία. Σε ότι αφορά στο μέλλον, ελπίζω better late than never να ισορροπήσει οικονομικά η χώρα και να επιστρέψουν οι Έλληνες επισκέπτες του νησιού. Κατά τα άλλα η πορεία της Μυκόνου είναι δεδομένη, όπως έχει δείξει άλλωστε και η ιστορία δεκαετιών που έχει πίσω της. Είναι και θα παραμείνει ένας από τους top προορισμούς διακοπών στην υφήλιο. Και φυσικά, βοηθάει και το ότι κάθε χρόνο οι υποδομές του νησιού όπως και το επίπεδο παροχής υπηρεσιών βελτιώνεται. Εννοείται πως υπάρχουν ακόμα πολλά να γίνουν αλλά ας μην ξεχνάμε πως σε σχέση με άλλα τουριστικά μέρη της Ελλάδας η Μύκονος είναι έτη φωτός μπροστά. Για μένα η Μύκονος είναι έρωτας, και μαζί, είναι ο τόπος μου πια. Μου έχει χαρίσει τα πάντα. Συγκινήσεις, ευκαιρίες, εμπειρίες, ανθρώπους ζωής, έμπνευση, όνειρα. Με έχει αλλάξει προς το καλύτερο, μου έχει ανοίξει δρόμους και ορίζοντες, με έχει κάνει πλουσιότερο σε κάθε επίπεδο. Και μέσα από την δουλειά μου, ελπίζω να της ανταποδίδω κάτι από όλα αυτά. Με σεβασμό πάντα, όχι μόνο στην ιστορία και την ενέργεια της αλλά και στους ανθρώπους της που με αγκάλιασαν και με έκαναν να νοιώσω πως βρήκα το σπίτι μου."