Υπάρχουν κάτι πράγματα που τα αγοράζουμε από coup de foudre - έτσι επειδή τα είδαμε και τα ερωτευτήκαμε με την πρώτη ματιά- και τελικά αποδεικνύονται αγάπες που κρατάνε μια ζωή. Όπως αυτή η τσάντα που την έχω ούτε ξέρω πόσα χρόνια πια, σίγουρα πάνω από 20, και που για μένα σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης.Την αγόρασα από την Enny di Monaco όταν ήταν ακόμα ένα μικρό γωνιακό μαγαζί στο Νέο Ψυχικό που έφερνε όλα αυτά τα ψαγμένα ρούχα και αξεσουάρ που μέχρι τότε βρίσκαμε μόνο όταν ταξιδεύαμε στο εξωτερικό. Μικρούς θησαυρούς που μας κόστιζαν πολλές χιλιάδες δραχμές – τότε- αλλά που ήταν πάντα ένα με δυο χρόνια μπροστά από την – ελληνική- εποχή τους και που άντεχαν στον χρόνο όχι μόνο από πλευράς ποιότητας αλλά και από άποψη στυλ. Θυμάμαι ακόμα τις αντιδράσεις γνωστών και αγνώστων όταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 90 πρωτοφόρεσα ένα ζευγάρι μαύρα δερμάτινα flat mules του Stephane Kelian - τα είχα πληρώσει 60.000 δρχ τότε, και το θυμάμαι γιατί ήταν όντως αστρονομικό ποσό για παπούτσια- και το κομψότερο σχόλιο που είχα ακούσει ήταν πως έμοιαζαν με τις παντόφλες του παππού μου.. Δυο χρόνια αργότερα γέμισε η Αθήνα με mules και στην πορεία το μυστικό μαθεύτηκε και το μαγαζί γέμισε από αυτές τις «κυρίες βορείων προαστίων» που αγαπάνε το ακριβό αλλά όχι το προχωρημένο και σιγά σιγά το εμπόρευμα άλλαξε και μαζί, άλλαξε και η ενέργεια του μαγαζιού. Εκείνο το πρώτο μαγαζί στο Ψυχικό έχει κλείσει πια εδώ και χρόνια, αλλά παρόλα αυτά, ακόμα και τώρα όταν περνάω από το Κολωνάκι πάντα κοντοστέκομαι και ρίχνω μια ματιά στην βιτρίνα. Παρόλο που ξέρω πως θα δω κατά πάσα πιθανότητα κάτι που δεν θα φορούσα ποτέ και με τίποτα..Anyway, μια από τις αγορές εκείνων των καιρών είναι λοιπόν και αυτή η τσάντα. Της Anya Hindmarch, συλλεκτική πια, σε αυτό το έντονο πορτοκαλί που φωτίζει ότι κι αν φοράω και σε σχήμα και μέγεθος που χωράει τα πάντα όλα όσα χρειάζομαι πρωί, μεσημέρι αλλά και βράδυ, δεν έχει κάνει απλά απόσβεση τα χρήματα που ξόδεψα για να την αγοράσω και που τότε είχαν προκαλέσει απανωτά εγκεφαλικά στον καλό μου, αλλά έχει αποδειχτεί και τέρας αντοχής αν σκεφτείτε πως την έσερνα μαζί μου κοντά τρεις μήνες τον χρόνο, κάθε χρόνο, για πολλά, πολλά χρόνια. Και μην νομίζετε πως την έχω λυπηθεί. Και στο πλυντήριο την έχω χώσει γιατί το χρώμα της είναι ευαίσθητο και μαυρίζει, και με το σφουγγάρι και απορρυπαντικό για τα πιάτα την έχω περάσει συχνά πυκνά για να γυαλίζει, και στο καλοριφέρ την έχω αφήσει για να στεγνώνει, και στο πάτωμα του αυτοκινήτου την έχω πετάξει, και σε βαλίτσες άπειρες έχει στριμωχτεί για να με συνοδέψει σε κάθε είδους διακοπές και ταξίδια και όποτε την κρατάω την στουμπώνω με πράγματα κάνοντας την μπαούλο.. Και παρόλα αυτά, καλά να είμαστε και οι δύο, μάλλον αντέχουμε να κάνουμε ακόμα πολλά πράγματα μαζί…Βέβαια, η αλήθεια είναι πως πια την κρατάω πολύ λιγότερο, όχι γιατί την έχω βαρεθεί αλλά γιατί έχει αρχίσει πια να φθείρεται, και δεν θέλω να μου χαλάσει τελείως. Τα λουστρινένια της λουριά έχουν παρουσιάσει ρωγμές στην επιφάνεια και ο καλλιτέχνης τσαγκάρης της περιοχής μας έχει αναλάβει το δύσκολο έργο να βρεί την ίδια απόχρωση και να μου τα αντικαταστήσει, όμως το project παίρνει χρόνο και δεν ξέρω καν αν θα ευοδωθεί. Παρόλα αυτά, με τις πρώτες λιακάδες του Απρίλη την ανέσυρα από το κουτί της, έτσι για το καλό... Και κάθε τόσο την χαζεύω, και την καμαρώνω που σαν και μένα, είναι κουρασμένη πια, και ελαφρώς ταλαιπωρημένη, αλλά φορτωμένη με αναμνήσεις και εμπειρίες, και ακόμα λαμπερή… ????