Δέκα χρόνια μετά θυμόταν ακόμα με κάθε λεπτομέρεια την πρώτη φορά που συναντήθηκαν.. Την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν τα βλέμματα τους μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο.. Εκείνη βαριόταν θανάσιμα.. Όπως πάντα σε τέτοια κοινωνικά, τυπικά καλέσματα, τα μάτια της περνούσαν απ’ όλους και δεν άγγιζαν κανέναν.. Χαμογελούσε αμήχανα, με εκείνο το γέλιο που δεν φτάνει μέχρι μέσα, και μέτραγε λεπτά… Να περάσει η ώρα να φύγει, να πάει σπίτι της, να κατέβει από τα τακούνια και να χωθεί στην αγκαλιά του καναπέ της… Τότε τον είδε.. Τότε την είδε και εκείνος.. Δυο διαφορετικοί κόσμοι, δυο πλανήτες που η πορεία τους συναντήθηκε ξαφνικά, για ελάχιστα, κι όμως αυτό ήταν αρκετό για να αλλάξει η ροή των πάντων… Θυμάται ακόμα τον ηλεκτρισμό, την έκπληξη και εκείνη την αίσθηση του μοιραίου που πέρασαν μέσα από το μυαλό της μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και μετά την απόλυτη γνώση πως από εκεί και στο εξής τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο… Χαμογελάει πάντα στην θύμηση εκείνης της πρώτης βραδιάς.. Απ’ όλες όσες πέρασαν από τότε, και είναι πολλές, πάρα πολλές, εκείνη η πρώτη νύχτα ήταν η πιο χαρακτηριστική.. Τα είχε όλα.. Και την ανυπομονησία, και την έκπληξη, και το πάθος, και τις τύψεις… Πήραν και οι δύο a glimpse of the moment αυτού που θα ακολουθούσε και το διάλεξαν χωρίς δισταγμό.. Και συνέχισαν να το διαλέγουν ξανά και ξανά, χαράζοντας ο ένας ατέλειωτους κύκλους γύρω από τον άλλο για χρόνια ολόκληρα, κόντρα σε κάθε είδους προγνωστικό, κόντρα ακόμα και στα ίδια τους τα πρέπει και τα θέλω.. Εκείνο το πρώτο βράδυ, λίγο αργότερα, στριμωγμένοι μέσα σε μια στενή τουαλέτα δοκίμασαν τις αντοχές τους, κυρίως απέναντι σε όσα είχαν πείσει και οι δύο τους εαυτούς τους πως δεν θα έκαναν ποτέ ξανά… Δεν μίλησαν πολύ, σχεδόν καθόλου..Δεν είχαν τι να πουν άλλωστε… Γαντζώθηκαν μόνο ο ένας από τον άλλον με πάθος και μετά έφυγαν τρομαγμένοι από την ένταση αυτού που ακολούθησε, ο καθένας για τον δικό του κόσμο, για την δική του ζωή… Δυο μέρες μετά ξανασυναντήθηκαν.. Τόσο άντεξαν.. Την πήρε αγκαλιά μέσα στην μέση του δρόμου, αδιαφορώντας για τα πάντα και την κράτησε έτσι, σφιχτά, μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο που για καιρό μετά θα γινόταν το κέντρο της δεύτερης ζωής τους.. Πάλι δεν μίλησαν πολύ… Πάλι άφησαν τα κορμιά τους να κάνουν όλη την κουβέντα όμως εκείνη την δεύτερη μέρα, την ώρα που έφευγαν, εκείνος την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και έβγαλε από την τσάντα του ένα μήλο… «Απαγορευμένος καρπός» της είπε και δάγκωσε το πρώτο ζουμερό κομμάτι… Απαγορευμένος καρπός.. Αυτό το μήλο το έχει ακόμα.. Μέσα σε ένα κουτί που δεν ανοίγει ποτέ, αλλά ξέρει ακριβώς που είναι… Και αυτόν τον άντρα τον έχει ακόμα.. Όχι στην ζωή της, όχι ακριβώς αλλά ούτε και έξω από αυτήν… Δέκα χρόνια τώρα ισορροπούν ακόμα στην κόψη του ίδιου ξυραφιού, με το ίδιο πάθος που καταφέρνουν τα το διατηρούν με το να μην μένουν ποτέ αρκετά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου για πολύ.. Σαν τρομαγμένες πεταλούδες, στροβιλίζονται γύρω από την φλόγα που τους μαγνητίζει ακόμα θανάσιμα αλλά πάντα την τελευταία στιγμή κάποιος καταφέρνει να φύγει… Σε αυτά τα μεγάλα διαλλείματα ζουν την υπόλοιπη ζωή τους κανονικά.. Με τις οικογένειες τους, τους φίλους, τις δουλειές τους.. Πάνε διακοπές, ονειρεύονται, μπορεί να ερωτεύονται κι όλας αλλά ποτέ για πολύ, ποτέ τελείως.. Ίσως γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει αληθινό κενό για κάτι άλλο μέσα τους.. Όπως ξέρουν βέβαια πως δεν υπάρχει και κανένα άλλου είδους μέλλον.. Κανείς από τους δυο τους δεν σκοπεύει να αφήσει το δικό του σύμπαν για τον άλλον.. Κανείς δεν θέλει να πάρει την ιστορία τους και από παραμύθι να την κάνει αλήθεια.. Πραγματικότητα.. Την φοβούνται την πραγματικότητα και οι δυο… Την τρέμουν.. Και έτσι επιμένουν να ζουν παράλληλα.. Αλλά με πάθος.. Τι είναι σωστό και τι λάθος? Δεν έχει καταφέρει να αποφασίσει ακόμα.. Τι θα έπρεπε να έχει κάνει, τι θα χρειαστεί να κάνει στο μέλλον, τι θα μπορούσε να αλλάξει, και αν θα το ήθελε.. Έχει αποφασίσει να το ζήσει αυτό, το αποφάσισε εκείνη την μέρα με το μήλο και δεν μετάνιωσε ποτέ, για τίποτα.. Ούτε και εκείνος μετάνιωσε, το ξέρει.. Απαγορευμένος καρπός… Χαμογελάει.. Έχει ένα βιβλίο στην βιβλιοθήκη της γεμάτο συνταγές με μήλα… Ναι.. Αυτό το μήλο το έφαγε με όλους τους τρόπους, σε όλες τις versions και δεν στραβοκατάπιε ούτε μια φορά.. Ούτε μια.. Ποιος φανταζόταν πως ένα μόνο φρούτο θα την κρατούσε χορτασμένη για τόσον καιρό, τόσο εύκολα.. Εκείνη που δεν έτρωγε καν φρούτα.. Τα σιχαινόταν… Κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και χαμογελάει στο είδωλο της συνωμοτικά.. Τι χρώμα μαλλιά να είχε στ’ αλήθεια η Εύα? Και έπειτα κλείνει το μάτι στο σύμπαν, και σε όλα τα φίδια που δεν κατάφεραν να την διώξουν από τον δικό της παράδεισο, χαϊδεύει με το βλέμμα της τον άντρα που κοιμάται παραδομένος στο κρεβάτι με τα τσαλακωμένα σεντόνια, ανοίγει την πόρτα και φεύγει… Αυτό το τραίνο, έχει ακόμα διαδρομή μπροστά του…
Υ.Γ. Άλλο ένα κομμάτι από εκείνο το βιβλίο που δεν τελείωσε ποτέ...