Κάθε Αύγουστο τα ίδια..

Πέφτουμε να κοιμηθούμε κατά τη 1:30 μετά την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις ειδήσεις των 20:00 έχουμε ήδη παρακολουθήσει το μέτωπο της φωτιάς που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα να εξαπλώνεται. Οι πρώτες ειδοποιήσεις του 112 αρχίζουν να χτυπούν κατά τις 21:00, καίγεται ο Διόνυσος. Το μυαλό μας είναι στους φίλους μας που μένουν εκεί και που όποτε ξεσπούν πυρκαγιές βλέπουν τα σπίτια τους να κινδυνεύουν. Τις περισσότερες φορές αναγκάζονται να φύγουν άρον- άρον, μην ξέροντας τι θα βρουν όταν επιστρέψουν, και παρόλο που -ευτυχώς- δεν το έχω ζήσει, μπορώ να φανταστώ πόσο άγριο συναίσθημα είναι αυτό.

Οι εικόνες στην τηλεόραση είναι πάντα σκληρές. Φλόγες που κατακαίνε τα πάντα στο πέρασμα τους, άνθρωποι σε απόγνωση να φεύγουν κουβαλώντας μαζί τους λίγα πράγματα, τις οικογένειες τους και τα κατοικίδια τους, πυροσβέστες, αεροπλάνα και ελικόπτερα να παλεύουν με το θηρίο, εθελοντές να προσπαθούν να βοηθήσουν όπου και όπως μπορούν, αστυνομικοί να προσπαθούν να πείσουν εκείνους που θέλουν να μείνουν και να προστατέψουν τα σπίτια τους πως η ζωή τους μετράει περισσότερο από τα ντουβάρια. Τα ντουβάρια που για τους περισσότερους όμως είναι οι κόποι μια ζωής. Το σπίτι τους, οι αναμνήσεις τους, το παρόν τους και ίσως και το μέλλον τους. Το λέμε συχνά έξω απ’ τον χορό, και είναι και αλήθεια κατά μια έννοια, αλλά πόσο εύκολο είναι στην πραγματικότητα να ξαναχτίσεις το σπίτι σου, ή να αρχίσεις την ζωή σου από την αρχή, σε όποια ηλικία και να είσαι.

Μέχρι τις 5 το πρωί το 112 έχει χτυπήσει άλλες τρείς φορές. Η μία – και – για την Νέα Ερυθραία.  Προφανώς είναι τρελά αγχωτικό και ενοχλητικό, αλλά η αλήθεια είναι πως κάνει δουλειά. Ξαγρυπνήσαμε, αλλά αν κάτι συνέβαινε και η φωτιά μας πλησίαζε, θα ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Όσο μέναμε στο Ψυχικό δεν είχαμε νοιώσει αυτή την αγωνία. Τώρα, με το σπίτι τριγυρισμένο από ψηλά πεύκα, αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά πόσο εύκολο είναι να ταξιδέψει μια σπίθα με τον αέρα και να ανάψει μια φωτιά στα ξαφνικά. Ο Πάνος πάντα λογικός με καθησυχάζει. Αν φτάσει η φωτιά μέχρι εμάς θα έχει καεί πρώτα η Νέα Ερυθραία πράγμα πολύ δύσκολο μια που είναι μια αστική περιοχή πια, με πολύ λιγότερο πράσινο. Παρόλα αυτά, παραμένω αγχωμένη. Λαγοκοιμάμαι και σκέφτομαι αν κούφια η ώρα χρειαστεί να φύγουμε, τι θα πάρω μαζί μου. Ευτυχώς ο Ιάσονας μένει αλλού, και η Brigitte είναι στην μαμά μου, στο ασφαλές Νέο Ψυχικό. Τα κινητά μας, τα πορτοφόλια μας, τα φάρμακα μας, τα διαβατήρια μας, κοσμήματα στο σπίτι δεν έχουμε, ούτε μετρητά, και θα πρέπει να χτυπήσουμε οπωσδήποτε στην 97χρονη κυρία που μένει μόνη της στον 1ο, και να την πάρουμε μαζί μας. Ευτυχώς οι ώρες περνάνε και όλα αυτά παραμένουν ασκήσεις επί χάρτου.

Η σημερινή μέρα ξημερώνει με λιακάδα. Όμως μόλις ανοίξεις τα παράθυρα η ατμόσφαιρα μυρίζει καπνό. Πίνοντας τον πρωινό μας καφέ βλέπουμε τις ειδήσεις και αντιλαμβανόμαστε το πραγματικό μέγεθος της καταστροφής. Παίρνω τηλέφωνο την κολλητή μου που μένει ακριβώς δίπλα στο παρατηρητήριο του Διονύσου. Έχουν φύγει από το σπίτι τους από τα μεσάνυχτα και έχουν διανυκτερεύσει σε μια φίλη τους στις Αδάμες. Αργότερα θα με πάρει να μου πει πως επέστρεψαν στο σπίτι τους και βρήκαν την μισή αυλή τους καμένη και το σπίτι γεμάτο στάχτες. Ευτυχώς το μόνο που χρειάζεται προς το παρόν είναι ένα καλό καθάρισμα, και υπομονή όταν κοιτάζουν τα καμένα λουλούδια του κήπου τους. Και ευγνωμοσύνη που δεν ήρθαν τα χειρότερα. Μια άλλη φίλη που μένει στην ίδια περιοχή απαντά στο μήνυμα μου. «Καλημέρα Ευούλα. Όλα οκ αν μπορεί να το πει κανείς έτσι. Η περιοχή από πίσω από το βουνό έχει καεί όλη. Όλα κάρβουνο».

Βγαίνουμε να κάνουμε κάποιες δουλειές εδώ γύρω και κατά τη 1 αρχίζουν να χτυπάνε πάλι οι ειδοποιήσεις. Καίγεται η Πεντέλη, η φωτιά κατεβαίνει προς τα Βριλήσσια, και ταυτόχρονα καίγεται ο Βουτζάς και η από πάνω πλευρά της Νέας Μάκρης. Λίγο αργότερα εκκενώνεται το Πάτημα Χαλανδρίου. Στα social media εικόνες χάους. Διαδικτυακοί φίλοι που έχουν φύγει από τα σπίτια τους ή που τραβάνε φωτογραφίες την φωτιά που από μακριά μοιάζει απόκοσμο σκηνικό ταινίας. Διαμαρτυρίες, καυγάδες, κατηγορίες για ολιγωρία και για λάθος χειρισμούς.

Είναι σαφές νομίζω σε όλους μας πια ότι κάτι πάει πολύ λάθος με την πρόληψη των πυρκαγιών και με την αδυναμία των δήμων να προετοιμαστούν εγκαίρως για κάτι που ξέρουμε καλά πως θα συμβεί. Σαν χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου. Είναι βέβαιο πως πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν δραστικά, πως πρέπει να αποδοθούν ευθύνες – κάτι που επίσης ξέρουμε πως είναι απίθανο να συμβεί- και πως τελικά κάποιος, κάπου πρέπει να δώσει μια λύση και να βάλει τέλος σε αυτή την τρομερή καταστροφή του περιβάλλοντος, της ζωής μας και του μέλλοντος των παιδιών και των εγγονιών μας.

Όμως τώρα, σήμερα, αυτή την στιγμή, και αυτές που θα ακολουθήσουν, η προτεραιότητα είναι να σβήσουν οι φωτιές, και να μην μετρήσουμε θύματα. Ούτε σε ανθρώπους ούτε σε ζώα. Τα υπόλοιπα, αν καταφέρουμε να αποβάλουμε την μνήμη χρυσόψαρου που μας χαρακτηρίζει ως έθνος δυστυχώς, και αν δεν επιστρέψουμε στους μικρόκοσμους μας, τις ζωούλες μας και τα μικροσύμπαντα μας, ίσως και να καταφέρουμε να τα διεκδικήσουμε κάποια στιγμή. Αν δεν μπορέσουμε νωρίτερα, τουλάχιστον στις επόμενες εκλογές.