«Κι έτσι ξαφνικά, όλη η ζωή σου ένα κουβάρι… Ότι ήξερες ανακάλυψες πως δεν ίσχυε, ότι πίστευες βγήκε ψέμα. Σαν να ήρθε μια μπουλντόζα και να ξερίζωσε τα θεμέλια του οικοδομήματος που έχτιζες μια ζωή, βρέθηκες μέσα σε μερικές ώρες από πρωταγωνίστρια κομπάρσος.
Τι χρειάζεται για να αλλάξει η ροή της ιστορίας σου? Μια απόφαση στιγμής και μια τόση δα, αστεία σχεδόν κίνηση. Στο πιο σωστό λάθος timing. Θυμάσαι σαν μέσα σε ομίχλη το μυαλό σου να αρνείται να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που έσκασαν μέσα του σαν πυροτεχνήματα την ίδια ώρα που κάποιος αρχέγονος μηχανισμός τις κάρφωνε με πυρωμένα γράμματα μέσα στην ψυχή σου έτσι που να μην καταφέρεις να ξεχάσεις ποτέ ότι είδες και ότι έμαθες. Ποτέ όμως.
Θυμάσαι και την οργή που σε πλημύρισε σαν ορμητικός χείμαρρος, τον θυμό που ξύπνησε μέσα σου κάτι που νόμιζες πως είχε πια κοιμηθεί για πάντα ή ότι το είχες υποτάξει με τα χρόνια. Είδες το τέρας και το φοβήθηκες, κυρίως γιατί ήξερες πως μαζί του ξύπνησαν κι άλλα πολλά, θεωρητικά λυμένα. Ο φόβος της απόρριψης, οι αναμνήσεις μιας ζωής που ανήκει πια στο παρελθόν και εκείνο το παιδάκι που δεν το αγαπούσαν αρκετά για να το διαλέξουν γι' αυτό που ήταν.
Κι ύστερα λόγια μαχαίρια κι αλήθειες που έσκασαν σαν ηχηρά χαστούκια σε ένα ήδη πονεμένο μάγουλο. Και η απορία… Που ήσουν εσύ όταν συνέβαιναν όλα αυτά, πως βρέθηκες έτσι απροστάτευτη απ’ όλους και απ΄όλα? Θύμα. Την σιχαίνεσαι αυτή την λέξη, και ακόμα πιο πολύ την έννοια που αντιπροσωπεύει. Και τώρα να που αναγκάζεσαι να την φορέσεις σαν φτηνό παλτό, που δεν σου πάει, που δεν είναι δικό σου και δεν σε προστατεύει κι απ’ το κρύο αλλά για κάποιο λόγο έχει κολλήσει επάνω σου και δεν λέει να φύγει. Σαν την γλίτσα.
Οπότε το φοράς αναγκαστικά, και βγαίνεις εκεί έξω να παλέψεις. Με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό σου. Με τις δύσκολες αποφάσεις, με τις συνέπειες πράξεων που στην πλειοψηφία τους δεν ήταν δικές σου, με φαντάσματα που θα σε στοιχειώνουν για καιρό.. Κυρίως όμως με μια δύσκολη καθημερινότητα.
Συχνά, θέλει τεράστια προσπάθεια να σηκωθείς το πρωί από το κρεβάτι σου. Να φορέσεις μια μάσκα φυσιολογικότητας και να κάνεις το μίνιμουμ έστω των πραγμάτων που πρέπει να γίνουν ενώ το μόνο που θα ήθελες θα ήταν να μείνεις κουκουλωμένη και να κλαις μέχρι να ξεβγαλθεί από μέσα σου όλη αυτή η πίκρα, κι όλος αυτός ο πόνος και να στεγνώσεις επιτέλους, και να πάρεις μια ανάσα βαθιά που να κατεβαίνει μέχρι μέσα και να γεμίζει τα πνευμόνια σου.
Έτσι κι αλλιώς, τις περισσότερες νύχτες τις περνάς ξάγρυπνη, με το μυαλό σου να τρέχει με ταχύτητα φωτός σε σκέψεις την μια πιο δυσάρεστη από την άλλη. Θέλεις να κλείσεις τα μάτια σου και να βυθιστείς σε έναν ανακουφιστικό ύπνο αλλά η φασαρία μέσα στο κεφάλι σου δεν σε αφήνει. Και σε τρελαίνει διπλά η ρυθμική ανάσα του ανθρώπου που κοιμάται δίπλα σου μακάρια, με ήσυχη συνείδηση, λες και όλες οι αμαρτίες έχουν έρθει στο δικό σου μαξιλάρι να στήσουν τρελό χορό.
Τα πρωινά, στον καθρέφτη σου αντικρίζεις μια άλλη. Ή μάλλον όχι μια άλλη, εσένα άδεια, χωρίς χαμόγελο, χωρίς λάμψη, χωρίς κουράγιο. Σαν να πάτησε κάποιος τον διακόπτη και να έσβησε μέσα σου όλο το φως. Ή σαν να σε τσαλάκωσε με μίσος και να σε άφησε να προσπαθείς να μαζέψεις τα κομμάτια σου που σκόρπισαν ολόγυρα σαν σπασμένος καθρέφτης.
Κι αν το σπάσιμο του καθρέφτη φέρνει επτά χρόνια γρουσουζιά στον φταίχτη, πόση γαμημένα κακή ενέργεια φέρνει άραγε το σπάσιμο ενός ανθρώπου, μιας ψυχής, σε εκείνους που χόρεψαν επάνω του σαν να ήραν σκουπίδι? Η σκέψη σε γεμίζει τρόμο γιατί ένα κομμάτι αυτής της ενέργειας μπορεί να πέσει πάνω σε κάποιον που αγαπάς. Πολύ και ακόμα. Οπότε κλείνεις τα μάτια και προσπαθείς να συγχωρέσεις. Ειλικρινά. Η έστω να διαπραγματευτείς με το σύμπαν που τόσο πιστεύεις να αφήσει την ενέργεια να σκορπίσει. Και ότι έγινε, έγινε.
Υπάρχουν άλλωστε και οι μέρες που πείθεις τον εαυτό σου να αρχίσει να ελπίζει. Που πιάνεσαι από τα μαλλιά σου, δικαιολογείς τα αδικαιολόγητα και αρχίζεις να υπολογίζεις πιθανότητες, και να ονειρεύεσαι θαύματα και happy endings. Όχι μόνο επειδή ξέρεις πως έχεις περάσει τόσα και έχεις επιβιώσει, ούτε γιατί βαθιά μέσα σου αντιλαμβάνεσαι πως έστω και μέσα από διαδικασίες τρελά επίπονες η αγάπη έχει αντέξει για μια ακόμα φορά. Ελπίζεις γιατί είσαι σχεδιασμένη να κοιτάζεις προς το φως. Και προς το μέλλον. Και γιατί η αλήθεια είναι πως ότι κι αν έγινε, εσύ παραμένεις στην θέση σου και παρόλο που άνοιξες την πόρτα διάπλατη, και την κρατάς ανοιχτή ακόμα, κανείς δεν θέλησε στην πραγματικότητα να την περάσει και να φύγει. Όταν άναψαν τα φώτα, και έμειναν η αλήθεια και η πραγματικότητα χωρίς φαντασιώσεις και φτιασίδια, η επιλογή του ποιος θα μείνει και ποιος θα φύγει αποδείχτηκε μονόδρομος. Και η απόφαση αναπάντεχα, απίστευτα, σχεδόν ανόητα πολύ απλή.
Πικρή νίκη, αλλά νίκη. Σε έναν αγώνα που δεν τον διάλεξες και στον οποίο συμμετείχες για καιρό ερήμην σου. Θα συνεχίσεις προφανώς αναρωτιέσαι γιατί συνέβησαν όλα αυτά. Και να θυμίζεις στον εαυτό σου πως καμιά φορά από τα συντρίμμια χτίζονται αριστουργήματα. Και πως όσο κλισέ κι αν ακούγεται, πρέπει να φτάσεις στο σημείο να κινδυνέψεις να χάσεις κάτι για να θυμηθείς πως τίποτα και κανείς δεν είναι δεδομένος. Και πως ίσως εσένα σ΄αγαπάει τελικά η ζωή γιατί σε ταρακούνησε πριν να είναι πολύ αργά.
Και ναι, τίποτα δεν θα είναι εύκολο. Έχεις πολλά ξεσκαρταρίσματα, πολλή στροφή μπροστά σου και πολλή ανηφόρα, αλλά τουλάχιστον έχεις και κάποιον να σε κρατάει για να την ανεβείτε μαζί. Και φυσικά θα μείνουν σημάδια, και θα έρθουν πολλές ακόμα ξάγρυπνες νύχτες, και πολλές ακόμα δύσκολες μέρες, και κανένας δεν μπορεί να προδικάσει το τέλος. Όμως ότι κι αν γίνει, εσύ θα ξέρεις τουλάχιστον πως έκανες το καλύτερο που μπορούσες, όχι, έκανες την μια υπέρβαση πίσω από την άλλη για να σώσεις κάτι που το θεωρείς τόσο σημαντικό και πολύτιμο που να αξίζει να περάσεις για χάρη του μέσα από όλο αυτό το shitstorm.
Και καμιά φορά, όταν ηρεμεί λίγο το κεφάλι σου, σκέφτεσαι πόσο παράξενο χιούμορ έχει τελικά η ζωή. Και πως τα έφερε έτσι που εσύ, το κακό παιδί, το μαύρο πρόβατο, η ανώριμη, φάνηκες πιο τίμια, πιο πιστή και πιο εντάξει από όλους τους καλούς, και τους σωστούς, και τους αμέμπτους γύρω σου. Food for thought. »Υ.Γ. Κάθε ιστορία έχει πολλούς τρόπους να ειπωθεί. Και εγώ είχα πολύ καιρό να γράψω όπως κάποτε, τότε που στα blogs μας ανώνυμοι μεταξύ ανωνύμων απλώναμε τις πιο μύχιες σκέψεις μας σαν βρεμένα σεντόνια που στέγνωναν στον ήλιο και στο αεράκι της ζωής. Μέσα στις μέρες που θα έρθουν, θα σας την διηγηθώ ξανά και ξανά λοιπόν, από διαφορετικές γωνίες, σαν άσκηση δημιουργικής γραφής αφιερωμένη εξαιρετικά στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.