Έχω καιρό να γράψω κάτι προσωπικό, και νοιώθω πως μπορεί και να έχω χάσει το touch μου. Σίγουρα πάντως μέσα στα δύο τελευταία χρόνια έχασα τον προσανατολισμό μου σε σχέση με πολλά και σημαντικά πράγματα της ζωής μου, μαζί και με το Blond.
Δεν θα δικαιολογηθώ, πέρασα εξαιρετικά δύσκολα αυτό είναι αλήθεια, όμως η ζωή είναι γεμάτη δυσκολίες, προβλήματα και απώλειες, και εμείς «εξοπλισμένοι» από την φύση μας με τους απαραίτητους μηχανισμούς για να βρίσκουμε τις ισορροπίες μας, συν το χρόνω.
Αυτές τις χαμένες ισορροπίες λοιπόν αποφάσισα πρόσφατα πως ήρθε η ώρα να ξαναβρώ. Και ξεκινάω αργά αλλά σταθερά να βάλω τα πράγματα πίσω εκεί που τα θέλω, και κυρίως, εκεί που είναι η φυσική τους θέση. Ο φυσικός τους χώρος. Με μια συνειδητοποίηση σημαντική και πάρα πολύ χρήσιμη. Πως όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα στην ζωή, μπορεί να είναι οι μεγάλες απώλειες και τα σοβαρά γεγονότα αυτά που μας ταρακουνάνε και μας σοκάρουν, είναι όμως τα μικρά, τα καθημερινά και αυτά που ίσως και να θεωρούμε κατά καιρούς ανούσια αυτά που διαβρώνουν τελικά την βάση μας. Σαν το νερό που τρώει βράχους και βουνά, έτσι κι αυτά που τα αφήνουμε να περνάνε γιατί «δεν πειράζει μωρέ» ή γιατί θεωρούμε πως είμαστε δυνατοί και υπεράνω, είναι που μας ροκανίζουν από μέσα.
Δεν θα σας κουράσω με τα πιο προσωπικά μου πράγματα, τις σχέσεις της ζωής μου που διαταράχτηκαν στην διάρκεια αυτού του χρόνου και τα όσα άφησα να περάσουν ντούκου είτε γιατί δεν είχα το κουράγιο να τα αντιμετωπίσω όταν συνέβαιναν είτε γιατί θεώρησα – κακώς- τον εαυτό μου υπεράνω. Όπως πολύ σοφά λέει ο Χοϊμές – και ο Άντλερ- πρέπει να δίνουμε τον χρόνο και τον χώρο στον εαυτό μας να μεταβολίσει τα αρνητικά συναισθήματα του, να τα αφομοιώσει, να θρηνήσει όταν και όσο χρειαστεί, και να παραμείνει πεσμένος χωρίς τύψεις, και χωρίς κατάκριση, μέχρι να νοιώσει ξανά «θεραπευμένος» και δυνατός. Γιατί όλα έχουν τον τρόπο να λύνονται τελικά και να μπαίνουν στην σωστή τους βάση, άπαξ και αισθανθείς πραγματικά έτοιμος να σηκωθείς, να τιναχτείς, και να ξαναπάρεις στην ζωή σου στα χέρια σου.
Θα σας πω μόνο πως κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως μέσα σε όλα τα άλλα, είχα χάσει την χαρά μου και αυτή την λαχτάρα που με έσπρωχνε χρόνια τώρα να μοιράζομαι μαζί σας την καθημερινότητα μου μέσα από blogs, σελίδες περιοδικών, διαδικτυακά ημερολόγια και τα τελευταία δύο χρόνια το ροζ μου site.
Ήταν στην διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού μου στην Μάλτα, ένα απόγευμα που καθόμουν στο δωμάτιο μου χαζεύοντας την υπέροχη θέα έξω από το παράθυρο με το laptop μου ανοιχτό για ώρα μπροστά σε μια λευκή σελίδα, που κατάλαβα πως η επαναλαμβανόμενη δυσκολία μου να γράψω κάτι που φαινομενικά έμοιαζε πολύ απλό, επί του προκειμένου ένα κομμάτι για τα όσα όμορφα ζούσα εκείνες τις μέρες σε μια χώρα που δεν είχα επισκεφτεί ξανά, δεν είχε να κάνει ούτε με την στεναχώρια, ούτε με την κούραση μου. Είχε να κάνει με το ότι δεν διασκέδαζα πια την διαδικασία, δεν ένοιωθα καμιά απολύτως χαρά, μια που κάπως είχα καταφέρει να μετατρέψω σε δουλειά και σε υποχρέωση αυτό που για πολλά χρόνια ήταν η διαφυγή, η ψυχοθεραπεία και το χόμπι μου.
Εκεί που έγραφα ότι ήθελα, ότι μου τραβούσε την προσοχή, ότι ζούσα, ότι μου άρεσε ή ότι αγαπούσα, ακριβώς όπως το σκεφτόμουν και όπως το ένοιωθα, άρχισα να το μπερδεύω το πράγμα. Θέλησα μέσα από το Blond να ανεξαρτητοποιηθώ από το FnL και από την επαγγελματική «σκιά» του Πάνου που ένοιωθα πως με καπέλωνε, με περιόριζε και κατά μια έννοια με αδικούσε.. Και έχοντας την εμπειρία που έχω στο Marketing, άρχισα να σχεδιάζω τα βήματα μου και να βάζω στόχους με ενθουσιασμό μαθητευόμενου μάγου. Ποστ με θέματα που να πιάνουν ένα πιο ευρύ κοινό και που να μου φέρνουν νούμερα, στοχευμένες κινήσεις στα social media, events, συνεργασίες, καμπάνιες, τα πάντα όλα. Δεν θα σας κρύψω πως στην αρχή είχε ενδιαφέρον όλο αυτό, και πλάκα. ‘Ήταν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου που κερδήθηκε μια που όντως και τα νούμερα ανέβηκαν, και τα social media μου πηγαίνουν πια σφαίρα, και τα likes έπεσαν βροχή – σχεδόν 18000 likes έχει αυτή την στιγμή η σελίδα του Blond στο FB και πάνω από 5000 followers το Instagram μου- και οι συνεργασίες ήρθαν. Μόνο που τελικά, μέσα από την σκληρά κερδισμένη ανεξαρτησία μου και την αναμφίβολη επιτυχία, συνέχισα να μην παίρνω χαρά. Και ακόμα χειρότερα, άρχισα να νοιώθω πως κάπου κάτι δεν ταίριαζε. Κάτι δεν μου άρεσε, δεν με ικανοποιούσε όσο έπρεπε, και κυρίως όσο ήθελα.
Μου πήρε μερικά μαθήματα με τον Χοϊμέ και δυο καφέδες-interventions με φίλες που αγαπώ και εμπιστεύομαι απόλυτα για να αντιληφθώ πως το πρόβλημα – και η λύση του- ήμουν στην πραγματικότητα εγώ η ίδια. Που προσπαθώντας να επανεφεύρω την ταυτότητα μου, να κερδίσω μια θέση μέσα σε ένα καινούριο χώρο, και να τοποθετηθώ σωστά μέσα σε μια αγορά που ούτε την ήξερα ούτε με ήξερε, έχασα τον προσανατολισμό μου. Και ξέχασα το πιο σημαντικό. Πως το Blond δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ άλλο ένα lifestyle – ή any style- blog. To Blond ήταν, είναι και θα είναι εγώ. Και αυτή ήταν, είναι και θα είναι η δύναμη του. Και πως αν υποτεθεί ότι είμαι lifestyle blogger, είμαι σε σχέση με το δικό μου lifestyle και όχι με των άλλων.
Ακόμα δεν ξέρω γιατί συνέβησαν όλα αυτά. Μπορεί να πέρασα μια middle age crisis, μπορεί οι ορμόνες μου να τρελάθηκαν – μεγαλώνουμε είπαμε, τι να κάνουμε- ή μπορεί και να ζήλεψα την επιτυχία του Πάνου και του FnL γιατί κάπου αισθάνθηκα πως δεν ήταν ισότιμη παρόλο που ήταν δική μου επιλογή εξ αρχής το να κρατήσω έναν ρόλο πιο υποστηρικτικό, στα παρασκήνια και όχι στην σκηνή. Αυτό που ξέρω είναι πως σήμερα, σαν να τραβήχτηκε μια κουρτίνα ή να άναψε ένα φως, έχω συνειδητοποιήσει – και έχω αποδεχτεί- πια πως αυτό που είμαι είναι απολύτως συνυφασμένο και με το FnL, και με τον Πάνο φυσικά, και με την ζωή μου όπως έχει εξελιχθεί με τα χρόνια. Και πως με τον ίδιο τρόπο που κέρδισα το κοινό μου από τότε που ακόμα έγραφα ανώνυμα ως fevis στο πρώτο blog μου στην Athens Voice, μπορώ και θέλω να επικοινωνώ μέσα από το Blond σήμερα, μια που στην ουσία είναι η εξελιγμένη μορφή εκείνου του πρώτου διαδικτυακού μου ημερολογίου.
Back to basics λοιπόν, και από σήμερα κιόλας το Blond κάνει στροφή για να επιστρέψει σε αυτό που ήταν εξ’ αρχής. Ένα μέσο μέσα από το οποίο μπορώ να μοιράζομαι όσα συμβαίνουν στην ζωή μου με όποιον θέλει και ευχαριστιέται να με διαβάζει. Μια ζωή που περιλαμβάνει μια οικογένεια που λατρεύω, φίλους και φίλες καρδιάς, ένα σπίτι, έναν σκύλο, μια κοινωνική ζωή στο φουλ, δυο πόλεις ανάμεσα στις οποίες θα βρίσκομαι μοιρασμένη για πάντα, και μια δουλειά που μου δίνει την ευκαιρία να ζω εμπειρίες μοναδικές και να συναντώ και να συναναστρέφομαι ανθρώπους ενδιαφέροντες και συχνά χαρισματικούς.
Και όλα αυτά θέλω να τα μοιράζομαι μαζί σας μέσα από τις διαδικτυακές ροζ σελίδες του Blond, όπως τα νοιώθω, όπως τα ζω και όπως τα σκέφτομαι, χωρίς στρογγυλέματα, χωρίς προσχεδιασμό, χωρίς αυτολογοκρισία και χωρίς δεύτερες σκέψεις, αναμειγνύοντας τα κάθε τόσο με γερές δόσεις αυτό-ψυχανάλυσης και διανθίζοντας τα με ότι μου αρέσει, μου δίνει χαρά ή μου κινεί την περιέργεια. Από τις συνταγές που δοκιμάζω στην κουζίνα και τα τραπέζια που στήνω για τους φίλους και τους αγαπημένους μου μέχρι τα events στα οποία με καλούν, από τα ταξίδια που πηγαίνω μέχρι τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία που επισκεπτόμαστε, και από τα βιβλία, τις ταινίες και τις σειρές που μου αρέσουν μέχρι τα ρούχα και τα καλλυντικά και τις τσάντες που αποκτώ ή που ονειρεύομαι.
Και ΟΚ, υποθέτω πως έτσι όπως τα διαβάζετε όλα αυτά μπορεί και να αναρωτιέστε που ακριβώς έγκειται η διαφορά, νομίζω όμως πως θα την καταλάβετε στην συνέχεια, και στην πράξη, μια που ήδη αισθάνομαι σαν να μου έχει φύγει από πάνω μου ένα μεγάλο βάρος.
Τέλος, να σας πω ότι απ΄όλη αυτή την «περιπέτεια» βγήκε και κάτι καλό που σκοπεύω να το κρατήσω και να το συνεχίσω. Τα events και το Book Club γιατί είναι αφορμές να βρισκόμαστε, να τα λέμε από κοντά και να περνάμε όμορφα – και να σας «κακομαθαίνω» όσο μπορώ- και τα ροζ μοναδικά items που θα λανσάρω όποτε νοιώθω την έμπνευση ή την διάθεση, ακριβώς για τους ίδιους λόγους.
Πίσω στο αληθινό ροζ με φόρα λοιπόν, μετά από καιρό… Με βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης.