Δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναγράψει, αλλά σε κάποιο από τα προηγούμενα ταξίδια μου, παρέλαβα την αγαπημένη μου κόκκινη Lulu Guinness βαλίτσα σπασμένη. Όχι εντελώς, αλλά τόσο όσο να με δυσκολεύει πια στην χρήση μια που μόλις την γεμίσω λίγο παραπάνω – και συνήθως την γεμίζω πολύ- να στραβώνει ένα από τα ροδάκια της με αποτέλεσμα να χρειάζεται να την τραβάω αντί να την σέρνω.Φυσικά η πρώτη μου αντίδραση ήταν να γίνω έξαλλη αλλά οι αεροπορικές εταιρίες πολύ βολικά έριξαν την ευθύνη η μία στην άλλη, οπότε η επόμενη φάση ήταν να προσπαθήσω να την φτιάξω. Την πήγα σε ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι που επισκευάζει βαλίτσες και που μας έχει εξυπηρετήσει συχνά και με επιτυχία σε άλλες αποσκευές κατά καιρούς, αλλά δυστυχώς ο ευγενέστατος κύριος που ασχολείται με το θέμα με ενημέρωσε πως θα την έφτιαχνε όσο καλύτερα μπορούσε μεν, αλλά σύντομα θα ξαναπαρουσίαζε πρόβλημα, όπως και έγινε.
Βγαίνοντας από το Heathrow μερικές μέρες πριν, η βαλίτσα μου άρχισε να σέρνεται ξανά και εγώ αποφάσισα πως είχε έρθει η ώρα να την αντικαταστήσω. Πράγμα όχι και τόσο απλό μια που παρόλες τις –πολύ σωστές- συμβουλές της φίλης μου της Θεοδώρας που θεωρεί πως πρέπει να ταξιδεύουμε με τις πιο basic αποσκευές ever γιατί οι υπάλληλοι που τις φορτώνουν και ξεφορτώνουν στα αεροδρόμια κακομεταχειρίζονται ότι τους φαίνεται ακριβό, εγώ την βαλίτσα μου την θέλω ξεχωριστή. Όχι μόνο για να μου αρέσει, αλλά και για να την ξεχωρίζω με την μια στους ιμάντες των αεροδρομίων και να μην μπορεί να μπερδευτεί με καμιά άλλη.Anyway, μια βόλτα στο υπόγειο του Harrods αποδείχτηκε εξαιρετικά εποικοδομητική μια που κατ’ αρχάς είδα από κοντά την βαλίτσα που είχα αποφασίσει να αγοράσω, και που ευτυχώς δεν το έκανα, γιατί εκτός από πάρα πολύ όμορφη, και πάρα πολύ ακριβή, ήταν και ασήκωτη. Όπως και οι iconic Globe Trotter, που μάλλον τελικά είναι σχεδιασμένες για τρένα και για πλοία, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται ο λόγος για τον οποίο άδειες ζυγίζουν τόσο πολύ. Και τρέμω να σκεφτώ τα χρήματα που θα ξοδεύει για υπέρβαρα όποιος αποφασίζει να τις αγοράσει.Ευτυχώς όμως, στο τμήμα αποσκευών του λατρεμένου πολυκαταστήματος με περίμενε υπομονετικά η καινούρια βαλίτσα της καρδιάς μου. Που είναι Ted Baker, ροζ, ελαφριά σαν πούπουλο, με υδραυλικά ροδάκια, με ενσωματωμένη κλειδαριά, και που δεν κόστιζε και μια περιουσία παρόλο που ήταν η μεγαλύτερη της σειράς. Ανοίγω παρένθεση για να σας πω ότι πριν φτάσουμε στο τμήμα με τις αποσκευές είχαμε ψωνίζει διάφορα πράγματα που τα κουβαλούσαμε στο χέρι, και έτσι όταν αγόρασα την βαλίτσα και ζήτησα να μου την στείλουν στο ξενοδοχείο για να μην την σέρνουμε και αυτή, είχα την φαεινή ιδέα να βάλουμε μέσα και τις σακούλες με τα ψώνια, και να πάνε όλα μαζί στο δωμάτιο μας να μας περιμένουν.
Οπότε, ο υπάλληλος του Harrods έκανε reset τον κωδικό της κλειδαριάς και μου ζήτησε να βάλω καινούριο, δικό μου κωδικό και να την κλειδώσουμε, για να μην χαθεί κάτι στην διαδρομή. Τον έβαλα λοιπόν τον κωδικό μου, η βαλίτσα κλειδώθηκε, και εμείς συνεχίσαμε την βόλτα και τα ψώνια μας. Αργά το απόγευμα που επιστρέψαμε στο 11 Cadogan Gardens η βαλίτσα ήταν εκεί, προσεκτικά συσκευασμένη μέσα σε μια τεράστια κούτα, και δεν ασχολήθηκα μαζί της παρά το επόμενο πρωί, που έπρεπε να μαζέψω τα πράγματα μας για να φύγουμε.
Πάω να ανοίξω την κλειδαριά με τον καινούριο κωδικό, και δεν γίνεται τίποτα. Κλειστή σαν στρείδι η βαλίτσα και όσες φορές κι αν δοκίμασα, με όσες βερσιόν του κωδικού κι αν προσπάθησα, τζάμπα κόπος. Στο μεταξύ ήταν Κυριακή, που τα μαγαζιά ανοίγουν μετά τις 12, και εμείς έπρεπε να παραδώσουμε το δωμάτιο μας στις 12:30 το αργότερο και να μας μεταφέρουν τα πράγματα σε άλλο που θα χρησιμοποιούσαμε μέχρι να έρθει η ώρα του late check out μας, μια που πετούσαμε για Αθήνα στις 10 το βράδυ.
Να μην σας τα πολυλογώ, αφού μπήκα στο Google και έψαξα πιθανούς και απίθανους τρόπους για να ανοίξω την κλειδαριά – αφού τους δοκίμασα όλους ματαίως- με παραμάνα, με στυλό, με μεγεθυντικό φακό, με trial and error και με ένα σωρό άλλα που δεν δουλεύουν δυστυχώς, και αφού έχωσα έξαλλη όλα μας τα πράγματα στις παλιές βαλίτσες, πήρα τηλέφωνο στο Harrods και εξήγησα το πρόβλημα μου. Οι άνθρωποι ευγενέστατοι και ατάραχοι – προφανώς δεν είμαι η πρώτη ξανθιά που ξεχνάει τον κωδικό της- μου είπαν να πάρω την βαλίτσα και να τους την πάω, οπότε την φόρτωσα κι εγώ σε ένα ταξί και λίγη ώρα μετά έβαζα για δεύτερη φορά τον κωδικό μου, μόνο που ο κυριούλης που την ξεκλείδωσε επέμεινε να δοκιμάσω ξανά και ξανά να την ανοίξω και να την κλείσω, πεπεισμένος προφανώς για το μέγεθος της βλακείας μου, και θέλοντας να αποφύγει πιθανή επανεμφάνιση μου την επόμενη μέρα για μια από τα ίδια.
Αμέσως μετά εμφανίστηκα στο ραντεβού που είχαμε με αγαπημένους φίλους στο Harrys Dolce Vita για brunch σέρνοντας πανευτυχής την τεράστια –ξεκλείδωτη- ροζ βαλίτσα μου και μαγνητίζοντας τα βλέμματα των συνδαιτημόνων μας, και επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, έκανα και ένα re-arrangement των πραγμάτων μας, για να χωρέσουν όλα κανονικά.
Υ.Γ. Επιστρέψαμε στην Αθήνα με τέσσερις βαλίτσες τελικά, και σκέφτηκα κάποια στιγμή να φωτογραφίσω τον Πάνο που έσπρωχνε ένα καρότσι φορτωμένο με την κόκκινη Lulu Guinness βαλίτσα με τα φιλάκια, την καινούρια ροζ, μια μικρή λουλουδάτη – επίσης ροζ- που έχω αγοράσει αιώνες πριν από το Eccentrics by Design στην Μύκονο, και την δική του γκρι έτσι για ξεκάρφωμα, αλλά αποφάσισα να τον λυπηθώ. Περιμένοντας όμως το ταξί που θα μας πήγαινε στο Harrods είχα φροντίσει να τραβήξω μια αναμνηστική φωτογραφία της κλειδωμένης ακόμα βαλίτσας μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου για να θυμάμαι την ιστορία της ξανθοσύνης μου, και για να την διηγηθώ και σε σας.