Κάθε χρόνο γύρω στον Ιούνιο, επιστρέφω νοερά στην Μύκονο για να γράψω ένα κομμάτι για το Mykonos Confidential. Είναι κάτι σαν έθιμο πια, ή μάλλον σαν προσωπικό tribute στο νησάκι που κάποτε υπήρξε σπίτι μου, στο περιοδικό του οποίου υπήρξα η πρώτη αρχισυντάκτρια, και στον αγαπημένο μου φίλο τον Πέτρο Μπουροβίλη που μου χάρισε μια από τις καλύτερες επαγγελματικές εμπειρίες της ζωής μου. Αυτό είναι το φετινό μου πόνημα, αναδημοσιευμένο στα Ελληνικά. "Ακούγεται παράδοξο ίσως, όμως ο έρωτας μου για την Μύκονο έμελλε να αναζωπυρωθεί ένα βράδυ Ιανουαρίου, δεκαπέντε χρόνια πριν. Και μιλάω για τον έρωτα γιατί η Μύκονος ως αγάπη ήταν και παραμένει παντοτινή. Όμως όπως όλες οι αγάπες περνάει κι αυτή τις φάσεις, τα προβλήματα, τις καψούρες και τα νάζια της, και σε ότι με αφορά προσωπικά, μ΄αυτό το νησί στο οποίο έχω ζήσει τα περισσότερα από τα 55 καλοκαίρια της ζωής μου – μαζί και μερικούς χειμώνες- και που στην συνείδηση και την ψυχή μου είναι το χωριό μου και ο τόπος της καρδιάς μου, τα τελευταία χρόνια είμαι σε διάσταση. Το αν οδεύουμε σε διαζύγιο – έστω συναινετικό- ή θα καταφέρουμε τελικά κάποια στιγμή να γεφυρώσουμε τις διαφορές μας, θα το δείξουν ο χρόνος και η ιστορία.
Πίσω σε εκείνον τον Ιανουάριο του 2003, το τηλεφώνημα του Ζαννή με βρήκε σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν από τους καναπέδες του Sea Satin που είχε ανοίξει προσφάτως τις χειμωνιάτικες πόρτες του στην Φωκυλίδου. Ο Μίμης έπαιζε στα decks το Αχ κορίτσι μου του Πλούταρχου που τότε ήταν το τραγούδι μου, η βότκα έρρεε άφθονη, τα μάρμαρα με τα ψάρια ισορροπούσαν μαγικά πάνω στα τραπέζια, και εμείς διασκεδάζαμε με την ψυχή μας μην έχοντας ακόμα την παραμικρή υπόνοια για τα όσα θα συνέβαιναν και θα άλλαζαν την χώρα και τις ζωές μας μερικά χρόνια αργότερα.
Anyway, εκείνο το βράδυ είχε χιονίσει. Ακόμα και στην Μύκονο. Και μάλλον τελικά ήταν κάποιου είδους οιωνός όλο αυτό έτσι όπως έγινε, γιατί εμείς ονειρευόμαστε ήδη καλοκαίρια και ο Ζαννής στην άλλη άκρη της γραμμής μοιραζόταν μαζί μου το καλύτερο νέο. Είχε πάρει το μαγαζί του Αγγελετάκη στην Ψαρού και εγώ Γενάρη μήνα με χιόνια έκλεισα την πρώτη ξαπλώστρα ever, υπολογίζοντας νοερά την θέση της σε σχέση με τα σκαλάκια του μαγαζιού, έτσι ώστε να είναι στο ίδιο σημείο που καθόμουν μέχρι τότε και στον Αγγελετάκη μια που υπήρξα πελατάκι – της παραλίας και του μαγαζιού- στην κυριολεξία μια ζωή. Η ομπρέλα αυτή ήταν η Α7 και από κάτω της περάσαμε υπέροχες στιγμές επτά καλοκαίρια ολόκληρα, από αρχές Μαΐου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου. Το εσωτερικό αστειάκι μας ήταν πως όταν πεθάνω θα αφήσω εντολή στην διαθήκη μου να με κάψουν και να σκορπίσουν τις στάχτες μου εκεί. Και ο Ζαννής συχνά πυκνά μου έκανε πλάκα, πως την επόμενη φορά που θα του την έσπαγα θα με μετέφερε στην Π7, που δεν υπήρχε μεν αλλά θα την δημιουργούσε ειδικά για μένα, στο parking.
Όπως και να ’χει, εκείνη η βραδιά σηματοδότησε την αρχή μιας μεγάλης ιστορίας. Της ιστορίας που έγραψε ο Ζαννής – μαζί με τον Σάμμυ και τον Κωνσταντή – με το Nammos στην Μύκονο. Μιας ιστορίας που κρατάει μέχρι σήμερα και θα έπρεπε να διδάσκεται στα Πανεπιστήμια ως case study για το τι σημαίνει επιχειρηματικότητα με όραμα, και για τον τρόπο με τον οποίο η ιδιωτική πρωτοβουλία και ταλαντούχοι, έξυπνοι και χαρισματικοί άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν έναν τόπο. Προς το καλύτερο. That been said, νομίζω πως το ποδαρικό μου υπήρξε γούρικο, to say the least.
Και για να επανέλθουμε όμως στον έρωτα και την αναζωπύρωση του η οποία είχε ήδη ξεκινήσει δειλά αλλά σταθερά από το καλοκαίρι του 2001, την χρονιά που παντρευτήκαμε με τον Πάνο στο νησάκι και το γιορτάσαμε με ένα τρικούβερτο τριήμερο γλέντι στο Sea Satin – το πρώτο γαμήλιο πάρτι που φιλοξένησε ποτέ το μαγαζί-, εκείνη την επταετία περάσαμε στην Μύκονο κάποιες από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας. Στιγμές που τις θυμόμαστε και χαμογελάμε, μια περίοδο που ήμασταν ανέμελοι, και που το νησί έμοιαζε με μια μεγάλη παρέα σε διακοπές. Αποφεύγω να τα συζητάω αυτά γιατί αναπόφευκτα νοιώθω πως γίνομαι κύριος Ζάχος στην θέση του κύριου Ζάχου, όμως στην πραγματικότητα είχαμε την τύχη να ζήσουμε μέρες και νύχτες μνημειώδεις. Που περνάνε συχνά πυκνά απ΄το μυαλό μου σαν σκηνές από video clip που τα έχει όλα. Βουτιές σε κρυστάλλινα νερά, ηλιοβασιλέματα που βάφουν τα πάντα γύρω πορτοκαλί και ροζ, αέρηδες που ξελαμπικάρουν το μυαλό, ξενύχτια αδιανόητα στο Sea Satin και το La Notte , τον ήλιο να λούζει τις ομπρέλες του Nammos με την συνοδεία live σαξόφωνου στην παραλία, απογεύματα σε απάνεμες βεράντες με θέα το λιμάνι, τον Μίμη να χορεύει το ωραιότερο ζεϊμπέκικο ever, παγάκια να κουδουνίζουν μέσα σε ποτήρια με ποτά, νυχτερινές βουτιές, αλμυρά φιλιά, αγκαλιές που μέσα τους λιώνεις, φίλους καρδιάς, παρέες ανέμελες, τα αγόρια μου, βόλτες με το Riva μέχρι τις Δήλες, πανηγύρια, ένα Ματογιάννι να σφύζει από ζωή, το Σωστάκι έρημο νωρίς το πρωί, ένα περιοδικό που άλλαξε την καριέρα μου, ξημερώματα για κοκκορόσουπα στον Κονταρίνη, cheese cake με φρέσκιες φράουλες, και αυτή την ενέργεια που σε αφήνει να φύγεις αλλά όχι να ξεχάσεις. Όλα χωρίς φίλτρο. Και με soundtrack R&B όπως θα έλεγε και ο Μίμης. Δηλαδή, Ρέμο και Βίσση. "