Ένα ατυχές περιστατικό χτες βράδυ σε ένα εστιατόριο της πόλης μας με έβαλε σε σκέψεις. Για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα μαγαζιά τους «καλούς» πελάτες σε σχέση με τους υπόλοιπους – και το «καλός» ερμηνεύστε το όπως νομίζει ο καθένας σας- αλλά και για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι όχι μόνο τα μαγαζιά αλλά και τους εαυτούς μας.
Έχοντας μεγαλώσει στην Ελλάδα, την κατ΄εξοχήν χώρα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ?» και σε μια οικογένεια που από θέση αλλά και από διάθεση αυτό το concept το είχε πολύ φυσικό και επόμενο, υπήρξα κακομαθημένη μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Στα 16 μου και στα 18 εννοώ, τότε που θεωρούσα πως όλα μου ήταν χρωστούμενα, πως εγώ ήμουν η πριγκίπισσα αυτής της πόλης και πως οι απαιτήσεις μου όφειλαν να είναι διαταγές για τους πάντες γιατί έτσι με είχαν μάθει. Φυσικά όταν άρχισαν να πέφτουν τα πρώτα – μεταφορικά- χαστούκια κατάλαβα πως δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά ο σπόρος είχε ήδη φυτευτεί βαθιά και είχε ανθίσει. In full bloom.
Και μπορεί να ήμουν ακόμα έτσι, αν δεν είχε μπει στην ζωή μου το Λονδίνο. Όχι το Λονδίνο όταν ήμουν η κακομαθημένη φοιτήτρια από την Ελλάδα που έσπαγε κάθε βράδυ πιάτα στο Elysee και το Arizona, το Λονδίνο στο οποίο έζησα και δούλεψα ως ενήλικη και όπου συναναστράφηκα και άλλους ανθρώπους εκτός της Ελληνικής παροικίας.
Μεγάλο και πολύτιμο μάθημα ζωής μια που ήρθα σε επαφή με την πραγματικότητα, και είδα πως συμπεριφέρονται, σκέφτονται και πράττουν άνθρωποι τρομακτικά πιο πλούσιοι από μένα, με αληθινούς τίτλους, σε μια κοινωνία που έχει αληθινή upper class και πάνω από αυτήν αληθινή aristocracy. Παρακολούθησα με έκπληξη όλους εκείνους που θα μπορούσαν να απαιτούν να τους κάνουν οι άλλοι υποκλίσεις, να περιμένουν υπομονετικά σε ουρές, να κάνουν extra effort να μην ξεχωρίζουν για τα λεφτά τους, να συμπεριφέρονται με αποστασιοποιημένη αλλά αδιαμφισβήτητη ευγένεια, και να μην μιλούν ποτέ για το τι έχουν ή το τι κάνουν, βέβαιοι πως εκείνοι που έπρεπε να το ξέρουν το ήξεραν και εκείνοι που δεν το ήξεραν δεν είχαν κανέναν λόγο να το μάθουν.
Σε μια χώρα που οι όροι «πλούτος» και «δύναμη» έχουν εντελώς άλλη έννοια και διάσταση από αυτή που έχουν εδώ στην αγαπημένη Ψωροκώσταινα, είδα στην πράξη πως αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους «ξέρεις ποιος είμαι εγώ?», δηλαδή τους νεόπλουτους Έλληνες, τους loud Ρώσους, τους εντελώς ακαλλιέργητους Άραβες και όλους εκείνους τους κακομοίρηδες που θεωρούν πως τα χρήματα τους τους κάνουν καλύτερους από τους άλλους.
Αυτά τα βλέμματα αποδοκιμασίας ανάμεικτα με μια δόση απέχθειας σχεδόν με στοίχειωσαν, όσο με μάγεψε η ήρεμη δύναμη των ανθρώπων εκείνων που δεν νοιώθουν την παραμικρή ανάγκη να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν. Θέλησα με πάθος να γίνω μέρος αυτού του κόσμου, κάτι σχεδόν ακατόρθωτο σε μια πόλη σαν το Λονδίνο για μια κοπέλα από μια πόλη σαν την Αθήνα όσο καλομεγαλωμένη κι αν είναι… Είναι σαν να θέλεις να γίνεις μέλος σε ένα πριβέ κλάμπ χωρίς να έχεις ούτε τα λεφτά για την συνδρομή ούτε τις απαραίτητες συστάσεις, αλλά επειδή ως γνωστόν όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ το σύμπαν συωνμοτεί υπέρ σου, νομίζω πως με μεγάλη προσπάθεια και πείσμα κατάφερνα τελικά να γίνω κάτι πολύ κοντινό στο ιδανικό μου.
Προφανώς κατά καιρούς μου ξεφεύγει η παλιά Ευούλα που καραδοκεί μέσα στα σκοτεινά μου βάθη να πάρει κεφάλι, και προφανώς πέφτω και θα συνεχίσω κατά καιρούς να πέφτω στις παγίδες που η ίδια στήνω στον εαυτό μου, όμως γενικά έχω πάντα το νου μου πια, και επιλέγω συνειδητά να κάνω άλλα πράγματα. Και με χαλάνε αδιανόητα το δήθεν, τα κακομαθημένα παρεάκια και το ξέρεις ποιος είμαι εγώ. Μάλλον γιατί έχω μάθει πια καλά πως αν είσαι όντως κάτι – προνομιούχος, έξυπνος, από καλή οικογένεια, ταλαντούχος, πλούσιος, αριστοκράτης, επιτυχημένος, ότι είσαι τέλος πάντων- δεν έχεις κανέναν απολύτως λόγο να το διαλαλήσεις. Όσοι είναι να το καταλάβουν θα το καταλάβουν στην πορεία. Για τους άλλους δεν πειράζει, πραγματικά.
Αφήστε που, σε μια χώρα τόσο μικρή όσο η Ελλάδα, και σε μια πόλη τόσο χωριό όσο η Αθήνα, όλοι είμαστε κάποιοι, και όλοι ξέρουμε ποιος είναι ποιος. Στα ίδια μέρη μεγαλώσαμε, στα ίδια μαγαζιά διασκεδάσαμε, στα ίδια νησιά ξεκαλοκαιριάσαμε, τα ίδια σχολεία τελειώσαμε, στα ίδια μπουζούκια σε Αθήνα και Λονδίνο κάναμε τα μεταπτυχιακά μας, με τους ίδιους γκόμενους νταραβεριστήκαμε.
Τώρα τι κάνουμε είναι το θέμα. Που καλώς κακώς μεγαλώσαμε, κάναμε δικές μας οικογένειες, παιδιά και δουλειές. Και θέλω να σας πω πως το πιο λυπηρό από όσα μας συνέβησαν χτες βράδυ δεν ήταν η συμπεριφορά των υπευθύνων του μαγαζιού που μας έγραψαν κανονικά στα παλαιότερα των υποδημάτων τους θεωρώντας μας προφανώς όχι και τόσο σημαντικούς πελάτες σε σχέση με την παρέα που άνοιγε μπουκάλια και πετούσε λουλούδια σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ήταν που συνειδητοποίησα πως μετά από σχεδόν δέκα χρόνια κρίσης υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, δίπλα μας, που δεν έχουν πάρει πρέφα τι έγινε. Που όχι απλά δεν άλλαξαν σε τίποτα την ζωή και την συμπεριφορά τους αλλά δεν μπήκαν καν στον κόπο έστω να το υποκριθούν. Με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν ακόμα επιχειρήσεις που δεν αντιλαμβάνονται την τιμή που τους κάνει ο οποιοσδήποτε που βγάζει από το πορτοφόλι του έστω ένα πενηντάρικο, χρήματα που έχουν πια άλλη αξία, πραγματική και μεταφορική, και που θα μπορούσε να έχει επιλέξει να τα δώσει οπουδήποτε αλλού.
Και τελικά, ένα πράγμα ξέρω πια με απόλυτη βεβαιότητα. Μπορεί να μην είμαι αληθινή πριγκίπισσα, μπορεί να μην περάσω ποτέ τα κατώφλια που θα ήθελα να περάσω στο Λονδίνο, μπορεί να κάνω κι εγώ συχνά λάθη και να πέφτω σε στραβές. Όμως έχω μάθει πια πέρα από κάθε αμφιβολία πως είμαστε αυτό που κάνουμε και όχι αυτό που λέμε. Και σίγουρα όχι αυτό που υποδυόμαστε. Είμαστε οι άνθρωποι που γίναμε με τον χρόνο, ο τρόπος με τον οποίο εξελιχθήκαμε και διαχειριζόμαστε ότι κληρονομήσαμε - καλό ή κακό- , είμαστε οι επιλογές, οι αποφάσεις, τα ρίσκα, τα λάθη, τα πάθη, και οι άνθρωποι που αγαπάμε και διαλέγουμε να συμπληρώνουν την ζωή και την εικόνα μας. Κυρίως, είμαστε η αλήθεια μας, αυτή που αντέχουμε να δείξουμε στον εαυτό μας αλλά και τους άλλους.
That been said, χαίρομαι πάρα πάρα πολύ που αυτά τα παρεάκια και αυτά τα μαγαζιά δεν με θεωρούν σημαντική ή «δική» τους. Είναι ίσως το μεγαλύτερο compliment που θα μπορούσαν να μου κάνουν.
Υ.Γ. Δεν προσπαθώ να παραστήσω την καλή ή την ανωτάτου, ελπίζω να είναι σαφές αυτό. Δεν είμαι τίποτα από τα δύο, και έχω απόλυτη συναίσθηση πως σε σχέση με τα χτεσινά διάφορος κόσμος με θεώρησε "παράξενη" και υπερβολική, ανάμεσα τους και άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι ίσως. Δεν με πειράζει καθόλου, πρώτον γιατί δεν νοιώθω καμιά υποχρέωση να παριστάνω την καλή για να ανήκω στον οποιονδήποτε κύκλο, και δεύτερον γιατί αν κάποιοι δεν έχουν καταλάβει μέχρι τώρα ποια είμαι και πως σκέφτομαι, δεν θα το καταλάβουν ποτέ. Ο λόγος που γράφω ότι γράφω, όταν το κάνω και αφού πριν το έχω σκεφτεί καλά, είναι γιατί πιστεύω ακράδαντα πως όλοι εμείς που έχουμε βήμα, οφείλουμε να το χρησιμοποιούμε όταν αντιμετωπίζουμε κάτι στραβό. Να μιλάμε και για εκείνους που δεν μπορούν να το κάνουν. Με σεβασμό πάντα απέναντι σε εκείνους με τους οποίους συνομιλούμε, ακόμα ή μάλλον κυρίως και με εκείνους με τους οποιους διαφωνούμε, προσπαθώντας πάντα να είμαστε όσο πιο αντικειμενικοί γίνεται, να είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο, να παίρνουμε υπόψη μας όλες τις παραμέτρους, και φυσικά, αφού έχουμε πρώτα μιλήσει με τους άμεσα ενδιαφερόμενους - ή έστω αφού έχουμε προσπαθήσει να το κάνουμε. Χωρίς να θίγουμε υπολήψεις, χωρίς να προσπαθούμε να κάνουμε κακό σε κανέναν και σεβόμενοι πάντα τον κόπο του άλλου, αλλά και με την ελπίδα πως αν το κάνουν κι άλλοι αυτό - αν αποφασίσουν και άλλοι να ξεβολευτούν και να πουν αλήθειες και αντί να χαϊδεύουν αυτιά και να ψάχνουν δικαιολογίες για να διατηρούν καλές σχέσεις και ισορροπίες - μπορεί τελικά κάτι να αλλάξει έστω και μακροπρόθεσμα σε αυτό τον ταλαιπωρημένο κλάδο της παροχής υπηρεσιών. Βλέπετε, θεωρητικά τουλάχιστον, οι επαγγελματίες κάθε κλάδου θα έπρεπε να μπορούν να ξεχωρίζουν την εποικοδομητική κρτική απο το κράξιμο και να θέλουν να παίρνουν feedback από τους πελάτες τους ή να διορθώνουν τα τυχόν λάθη τους. Στην πράξη βέβαια, δυστυχώς χωλαίνουμε ακόμα αρκετά. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.