Προσγειωνόμαστε στο Ελευθέριος Βενιζέλος με μια ώρα καθυστέρηση, peanuts απ΄ότι ακούω σε σχέση με το τι συμβαίνει συνήθως με τις πτήσεις εσωτερικού αλλά και εξωτερικού μόλις πιάσει το καλοκαίρι και αρχίσουν να καταφτάνουν οι πρώτες ορδές τουριστών. Έχω περάσει ήδη μια πρώτη φρίκη γιατί το air tag της μιας βαλίτσας μου έδειχνε πως είχε μείνει στην Κέρκυρα μέχρι που βγήκε στον ιμάντα, και με την σκέψη μόνο του ότι θα χρειαζόταν να την αναζητήσουμε και ποιος ξέρει πότε να την παραλάβουμε – εντωμεταξύ εμείς ξαναφεύγουμε την Τρίτη- με έπιασε τρέλα.
Τέλος καλό όλα καλά όμως, και αυτή την στιγμή που εγώ γράφω αυτές τις γραμμές στο PC μου οι βαλίτσες είναι ανοιγμένες αλλά όχι αδειασμένες στο walk-in closet μου, τα air condition σε όλο το σπίτι έχουν ανάψει και δουλεύουν στο φουλ, έχω κάνει ντους, έχω πετάξει τα ρούχα του ταξιδιού στα άπλυτα, έχω καθαρίσει καλά το πρόσωπο μου, έχω απλώσει μια γερή στρώση H8 Gold Age Tox Cream στο πρόσωπο μου και απολαμβάνω την απίστευτη αίσθηση δροσιάς που χαρίζει στο δέρμα μου.
Αυτή η κρέμα αποτελεί πια αναπόσπαστο μέρος της after travel ρουτίνας μου, μαζί με το απαραίτητο ντους για να φύγει από πάνω μου η γλίτσα των αεροδρομίων/πλοίων/διαδρομών με το αυτοκίνητο. Έχει απίστευτη υφή, τζελ από εκχύλισμα χρυσού μεταξοσκώληκα (ναι, apparently αυτό είναι real thing) ανακατεμένο με πέρλες που περιέχουν πεπτίδια, κολλαγόνο, αμινοξέα, και ένα σωρό άλλα πολύ χρήσιμα και αντι-γηραντικά συστατικά. Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, εγώ την αντιγήρανση μου την έχω εμπιστευθεί ολοκληρωτικά στην Precision Skin και τα bespoke προϊόντα που φτιάχνονται ειδικά για το δέρμα μου και τις ανάγκες του, αλλά την Gold Age Cream την χρησιμοποιώ όταν νοιώθω το δέρμα μου πολύ κουρασμένο, ταλαιπωρημένο ή στεγνό γιατί λατρεύω την ανακουφιστική αίσθηση δροσιάς που προσφέρει. Και αν κάνει και δουλίτσα – που μάλλον κάνει- ακόμα καλύτερα.
Πίσω στην Κέρκυρα όπου μείναμε τέσσερις μέρες, παρόλη την αδιαμφισβήτητη ομορφιά της, τα καταγάλανα νερά της, τις αμμουδερές της παραλίες και την κούκλα παλιά πόλη της, είναι ένα νησί με το οποίο για κάποιον λόγο ποτέ δεν ταίριαξαν τα χνώτα μας. Το βρίσκω πολύ μεγάλο, έχει αδιανόητα μακρινές διαδρομές, θέλεις τουλάχιστον τρία τέταρτα πήγαινε και άλλα τόσα έλα για να πας από το ένα μέρος στο άλλο όπου κι αν μένεις, έχει μέτρια ξενοδοχεία, όχι πολύ καλό τουρισμό, τεράστιο πρόβλημα με τις αποχετεύσεις με αποτέλεσμα τα πάντα να έχουν μια πολύ δυσάρεστη essence, νερό με το οποίο δεν πιάνουν τα σαμπουάν, και τρομερή υγρασία που κάνει την ζέστη διπλά αφόρητη.
Όσες φορές έχω πάει, και έχω πάει αρκετές, υπόσχομαι πως θα είναι η τελευταία και μετά κάτι γίνεται και ξεχνιέμαι και την ξαναπατάω, και άντε πάλι από την αρχή. Φέτος, παρόλο που δεν γκρίνιαξα καθόλου ούτε για το άθλιο ξενοδοχείο στο οποίο μείναμε – το οποίο βέβαια εμείς το επιλέξαμε για την ωραία παραλία του την οποία όμως δεν ευχαριστηθήκαμε τελικά έτσι που έβραζε το τόπος από την ζέστη και η άμμος κόχλαζε κάτω από τα πόδια μας- και παρόλο που το ταξίδι μας εκεί στάθηκε αφορμή να βρεθώ μετά από πολύ καιρό με μια αγαπημένη φίλη πολλών χρόνων με την οποία το έχουμε συνήθειο να συναντιόμαστε στα πιο απίθανα μέρη μια που εκείνη ζει Βερολίνο και εγώ Αθήνα, ορκίστηκα πως αυτό ήταν, μέχρι εδώ.
Έτσι, την αποχαιρέτησα νοερά την ώρα που απογειωνόταν το αεροπλάνο, και θα κρατήσω τις όμορφες αναμνήσεις από τα μέρη που μου αρέσουν πολύ, για να την θυμάμαι. Τα οποία λόγω δουλειάς είναι κυρίως γαστρονομικά. Νωρίς το βράδυ στον Μπέλλο στις Μπενίτσες για το νοστιμότερο μπουρδέτο του σύμπαντος κόσμου, βραδιές στην Τούλα σχεδόν πάνω στο νερό για αστακό σαγανάκι και το διάσημο Bianco της, επικά φαγοπότια πολλών πιάτων και αστέρων στο Etrusco του Έκτορα Μποτρίνι με προσωπικά μου highlights το καρότσι με τα ψωμιά και τα λάδια, και τον Θρίαμβο της Θάλασσας (την νοστιμότερη μακαρονάδα με θαλασσινά που έχω δοκιμάσει ποτέ), βόλτες στην πόλη για παγωτό παλιομόκα στο Λιστόν στο μαγαζί ακριβώς δίπλα στην Αίγλη και μετά shopping στο καλύτερο μαγαζί του νησιού, τις Muses, ρομαντικά dinners for two στο ατμοσφαιρικό Βενετσιάνικο Πηγάδι, και μπάνιο στο Κανάλι της Αγάπης, στο βόρειο κομμάτι του νησιού.
Έτσι που τα γράφω και τα διαβάζω μου φαίνονται και μένα ονειρικά, αλλά δεν την ξαναπατάω, αλήθεια. Φτάνει να θυμηθώ αυτή την ζέστη που κολλάει επάνω σου σαν γλίτσα ανακατεμένη με την essence βόθρου και – παλιότερα- τα βουνά από σκουπίδια, σε συνδυασμό με τα μέτρια ξενοδοχεία, τα ταξί που τα περισσότερα δεν έχουν air condition, και τους τουρίστες των all inclusive που κατακλύζουν το νησί, για να επανέλθω στην πραγματικότητα. Jamais, jamais, jamais ξανά.
Φιλιά