Η σημερινή ιστορία δεν έχει μόδα. Η μόδα τελείωσε κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο λοκντάουν, που είναι η συνέχεια του δεύτερου και η μέρα της μαρμότας, που ζούμε με σύντομες ανάσες ελευθερίας εδώ και έναν χρόνο, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για στυλιστικές αναζητήσεις. Η μόνη συμβουλή που έχω για τις απανταχού φασιονίστας, είναι αυτή που δίνω στον εαυτό μου κάθε μέρα: Φόρα ό,τι είναι καθαρό και ό,τι σε βολεύει. Η σημερινή ιστορία έχει, όμως, ωραίες μυρωδιές που μας χρειάζονται επειγόντως στην δυσώδη περίοδο που διανύουμε. Χθές, λοιπόν, έντρομη ανακάλυψα πως μέσα στην καραντίνα, κατάφερα το αδιανόητο: ξέμεινα από αρώματα, κάτι που για όσους με ξέρουν ισοδυναμεί με εγκατάλειψη εαυτού και παραίτηση από την ζωή.Είμαι «αρωματού». Η όσφρηση είναι για μένα η σπουδαιότερη αίσθηση μετά την όραση, πιο σημαντική ακόμη κι από την γεύση, κι ας είμαι τραγικά λαίμαργη. Όταν καταβυθίζομαι στις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, θυμάμαι πρώτα μυρωδιές. Της πασχαλιάς στην αυλή της γιαγιάς μου, στο χωριό, που σηματοδοτούσε την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας, της κολώνιας του μπαμπά μου (Monsieur de Givenchy) που μύριζα όταν με κρατούσε αγκαλιά κι έχωνα το κεφάλι μου στον λαιμό του, κι ακόμη και σήμερα όταν την μυρίζω νιώθω ασφαλής και προστατευμένη, της Amazone της Hermes, που φορούσε χρόνια η μαμά μου, με την φρέσκια μυρωδιά του υάκινθου, του περγαμόντου και του vetiver, που αντανακλά όλη την χαρά και την αισιοδοξία των 70s, του coppertone που μου φέρνει στο μυαλό καλοκαίρια στο Λουτράκι και στα Καμμένα Βούρλα, του γρασιδιού μετά την βροχή, που μυρίζει φθινόπωρο κι επιστροφή στο σχολείο.Δεν έχω ένα signature scent, έχω περισσότερα που τα εναλλάσσω ανάλογα με την εποχή του χρόνου, την ώρα της ημέρας και την περίσταση. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, αλλά και το πρωί στο γραφείο, φοράω σχεδόν αποκλειστικά το Jardin sur le Toit του ιδιοφυούς πρώην αρωματοποιού της Hermes, Jean Claude Ellena που μυρίζει φρεσκάδα κι αρωματικά βότανα, βασιλικό, μανόλια και φρεσκοκουρεμένο γρασίδι. Η αίσθηση καθαριότητας και φωτός που αποπνέει με γεμίζουν αισιοδοξία για την καινούργια λαμπερή μέρα. Τον χειμώνα καταφεύγω στο αγαπημένο Μon Guerlain του ομώνυμου εμβληματικού οίκου με νότες σανδαλόξυλου, βανίλιας, γιασεμιού και λεβάντας που με προδιαθέτει για τζάκι, κουβερτούλα και κέικ που ψήνεται στον φούρνο. Τις γιορτινές βραδινές εξόδους (αχ αχ…) συνοδεύει πάντα το Jungle by Kenzo του επίσης ιδιοφυούς Dominique Ropion, το κορυφαίο, για μένα άρωμα του χειμώνα με νότες κάρδαμου, γαρύφαλλου, κύμινου, μανταρινιού και ylang-ylang που μυρίζει Χριστούγεννα και μια σταγόνα αρκεί για να σέρνεται για μέρες στα μαλλιά σου και στα ρούχα σου, γεμίζοντας την καρδιά σου ζεστασιά. Το καλοκαίρι προσπαθώ να αναπαράγω τις παιδικές διακοπές στο Λουτράκι και στα Καμμένα Βούρλα με το Beach της Bobbi Brown που μυρίζει αυτό που φανερώνει το όνομά του: παραλία, δηλαδή θαλασσινό αλάτι και αντιηλιακό. Τα καλοκαιριάτικα βράδια δεν έχω καλύτερο από το επίσης εμβληματικό Bronze Goddess με μυρωδιά τροπικής νύχτας, tiare, γιασεμί και καρύδα.Όλα τα παραπάνω τελείωσαν εν μέσω πανδημίας. Δεν τελείωσαν μεταφορικώς, τελείωσαν πραγματικά. Ξοδεύτηκαν και οι τελευταίες πολύτιμες σταγόνες από τα αγαπημένα μπουκαλάκια. Στο μεταξύ, κάτι ο φόβος να μπω σε κατάστημα, κάτι η βαρεμάρα του click away κατόπιν ραντεβού, κάτι οι ιστορίες φρίκης για παραγγελίες eshop που εξαφανίζονται στον χωρόχρονο, η συλλογή μου δεν ανανεώθηκε και προχθές ψεκάστηκα έντρομη με τις τελευταίες στάλες του Jardin sur le Toit. Πανικός. Χώθηκα κυριολεκτικά μέσα στο ντουλάπι του μπάνιου κι άρχισα να ψάχνω για ξεχασμένα δείγματα και μισοτελειωμένα μπουκάλια. Και ω του θαύματος το ανακάλυψα κλεισμένο μέσα στο κουτί του, «αφόρετο».To Blue Grass της Elizabeth Arden, παραγγελιά σε μια φίλη που μου το είχε φέρει από την Αμερική πριν 10 χρόνια και δεν το είχα ανοίξει ποτέ, καθώς η αγορά του είχε για μένα μόνο συναισθηματική αξία και το ήθελα για κειμήλιο. Το Blue Grass, ένα ξεχασμένο στις μέρες μας αλλά ιστορικό άρωμα, που λανσαρίστηκε το 1936 από την ηγερία της αμερικανικής κοσμετολογίας Elizabeth Arden και μυρίζει πούδρα, γαρύφαλλο και σανδαλόξυλο, πασπαλισμένα με νότες περγαμόντου, νερολί και λεβάντας, ήταν το πρώτο άρωμα της ζωής μου, αυτό που στάθηκε αφορμή να αγαπήσω τόσο πολύ τις κολώνιες και την αρωματοποιία. Μου το έφερε ο μπαμπάς μου από το Λονδίνο όταν ήμουν 8 χρονών μαζί με μία Μπάρμπι και ποτέ δεν θα ξεχάσω την χαρά μου όταν άνοιξα το καλαίσθητο χάρτινο κουτάκι σε χρώμα teal και έβγαλα από μέσα ένα περίτεχνο σκαλιστό γυάλινο μπουκαλάκι και το έφερα στην μύτη μου. Η μυρωδιά με συνεπήρε, ένιωσα ξαφνικά μεγάλη και ξεχωριστή, άξια για ωραίες μυρωδιές και τις συγκινήσεις που αυτές συνεπάγονται. Για καιρό το μοιραζόμουν με την Μπάρμπι. Μια σταγόνα εγώ, μια η Μπάρμπι. Το έπαιρνα στο κρεββάτι, κολλούσα την μύτη μου στο στόμιο του μπουκαλιού, αισθανόμουν ευτυχής κι έτσι αποκοιμιόμουν. Μέχρι να φτάσω στο λύκειο αυτό ήταν το μοναδικό άρωμα που φορούσα σε ειδικές, πάντα, περιστάσεις, μαζί με τα «καλά» μου ρούχα. Μετά μεγάλωσα, το ξεπέρασα και το ξέχασα, ήμουν για πολλά χρόνια πιστή στο Aromatics Elixir της Clinique και μετά στην Allure της Chanel. Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή ζήτησα από την φίλη μου να μου το φέρει από την Αμερική και γιατί ειδικά αυτό. Θυμάμαι όμως, ότι είχα αποφασίσει να μην το ανοίξω ποτέ να το κρατήσω ως ενθύμιο. Μέχρι χθές. Το έβγαλα διστακτικά από το κουτί του, φοβούμενη πως έχει χαλάσει αλλά ήμουν τυχερή. Θες επειδή δεν είχε ανοιχτεί ποτέ, θες επειδή ήταν κρυμμένο τόσα χρόνια σε μια σκοτεινή ντουλάπα, η μυρωδιά του είναι φρέσκια και δυνατή σα να το αγόρασα τώρα. Και φυσικά με ταξίδεψε 45 χρόνια πίσω, τότε που το μοιραζόμουν με την κούκλα μου. Αποφάσισα πως αυτό θα είναι το άρωμα που θα με συνοδεύσει μέχρι το τέλος του λοκντάουν, το προσωπικό μου άρωμα covid-19, το άρωμα των παιδικών μου χρόνων που φορώντας το-ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές- νιώθω τον μπαμπά μου να μου κλείνει το μάτι συνωμοτικά από το υπερπέραν και να μου λέει «είμαι εδώ, θα περάσει κι αυτό».
Αλεξάνδρα Σταυροπούλου